Οἱ ἐκλογὲς αὐτὲς ἦταν σταθμὸς γιὰ τὰ πολιτικὰ δεδομένα τῆς χώρας. Πολλοί τὸ ἔχουν ἐπισημάνει. Οἱ περισσότεροι ὅμως ἀναλύουν τὸ ἀποτέλεσμα, τὶς αἰτίες καὶ τὶς συνέπειές του, μέσα ἀπὸ τὸ δίπολο Ἀριστερὰ-Δεξιά: ἦττα τῆς πρώτης, νίκη τῆς δεύτερης. Κατ’ ἐμὲ αὐτὸ εἶναι παραπλανητικό. Ὄχι ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει τάχα Ἀριστερὰ καὶ Δεξιά, ἢ ὅτι δὲν κατατροπώθηκε ἡ πρώτη καὶ δὲν ἐπικράτησε θριαμβευτικὰ ἡ δεύτερη. Αὐτὰ εἶναι προφανή. Τὸ ζήτημα ὅμως εἶναι ἂν τὴν ὥρα τούτη τὸ διπολικὸ αὐτὸ σχῆμα μᾶς προσφέρει κάτι περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἐπιφανειακὴ-φορμαλιστικὴ περιγραφή· ἂν ἑρμηνεύει, καὶ σὲ ποιὸ βαθμὸ αὐτὸ ποὺ συνέβη· ἂν μᾶς βοηθᾶ νὰ προβλέψουμε τὶ πρόκειται νὰ ἀκολουθήσει. Γιὰ νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς, τὸ ἐρώτημα εἶναι ἂν τὰ καίρια πολιτικὰ διλήμματα ποὺ ὁρίζουν καὶ θὰ ὁρίσουν τὶς τύχες τοῦ Ἑλληνισμοῦ στὰ ἑπόμενα χρόνια ἐντοπίζονται στὸ πεδίο τῆς ἰδεολογίας, καὶ μάλιστα μὲ τοὺς κλασικοὺς ὅρους τῆς ἀντίθεσης μεταξὺ Ἀριστερᾶς καὶ Δεξιᾶς, ἢ ὄχι.
Γιὰ νὰ μὴν θεωρητικολογῶ, αὐτὸ ποὺ θέλω νὰ πω εἶναι πὼς ἀπὸ τὰ μνημόνια καὶ μετά, ἰδίως μετὰ τὴ μεταστροφὴ τοῦ Ἀλ. Τσίπρα τὸ καλοκαίρι τοῦ 2015, ἡ Ἑλλάδα εἶναι μιὰ παραδομένη χώρα· μιὰ μεταμοντέρνα ἀποικία χρέους, ὅπως πολὺ εὔστοχα ἔχει λεχθεῖ. Καὶ τὸ ἐκλογικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι μιὰ ξεκάθαρη ἔνδειξη ὅτι οἱ Ἕλληνες τὸ ἔχουν ἀποδεχθεῖ αὐτὸ ὡς τετελεσμένο. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ στὶς τελευταῖες ἐκλογὲς ἔκλεισε καὶ συμβολικὰ ὁ ἱστορικὸς κύκλος τοῦ Ἀντιμνημονίου· τοῦ ριζοσπαστικοῦ λαϊκοῦ ρεύματος, ποὺ εἴτε μὲ τὴν ἀρχικὴ μορφὴ τῶν Ἀγανακτισμένων τῆς Πλατείας Συντάγματος, εἴτε μὲ τὴ μετέπειτα ἀνάδειξη τοῦ ἀντιμνημονιακοῦ ΣΥΡΙΖΑ σὲ σημαίνουσα πολιτικὴ δύναμη, ἤλπισε πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιπαραθέσει μιὰ ἄμεση πολιτικὴ ἐναλλακτικὴ στὰ μνημόνια καὶ στὴ συνακόλουθη ἐθνικὴ ὑποβάθμιση. Ἀποδείχθηκε πὼς οἱ ἐλπίδες ἦταν ἀβάσιμες. Διότι τὸ Ἀντιμνημόνιο, ὅπως τουλάχιστον ἐκφράστηκε καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀγανακτισμένους καὶ ἀπὸ τὸν ΣΥΡΙΖΑ, ἦταν μὲν μιὰ ἀναγκαία, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἐπαρκὴς συνθήκη γιὰ τὴν ἀνατροπή. Ἔλειψε μιὰ θετικὴ ἐναλλακτικὴ στρατηγική, ποὺ νὰ ἀπαντᾶ τόσο στὶς κοινωνικὲς-οἰκονομικὲς ὅσο καὶ στὶς ἐθνικὲς-γεωπολιτικὲς προκλήσεις ποὺ εἶχε μπροστά της ἡ χώρα.
Ἔτσι μετὰ ἀπὸ μιὰ ἀλληλουχία τραυματικῶν ἐπάλληλων ἐμπειριῶν ὑποβάθμισης σὲ ὅλα τὰ πεδία (οἰκονομικὸ καὶ κοινωνικό, πολιτικὸ καὶ γεωπολιτικό) οἱ Ἕλληνες προσῆλθαν σὲ αὐτὲς τὶς ἐκλογὲς ἀποδεχόμενοι τὴ μοίρα τους. Κατ’ ἀρχὰς ἀπέρριψαν τὸ ἠττοπαθὲς συμβιβασμένο Ἀντιμνημόνιο τοῦ ΣΥΡΙΖΑ. Καὶ σωστὰ κατὰ τὴ γνώμη μου· διότι μὲ δεδομένη τὴν προσχώρηση τοῦ κόμματος αὐτοῦ, ὄχι μόνο στὸ καθεστὼς τῶν μνημονίων, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρο τὸ πλέγμα διεθνῶν καὶ ἐσωτερικῶν ἐξαρτήσεων τῆς χώρας, εἶναι ἀφέλεια νὰ πιστεύει κανεὶς ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ριζικὰ διαφορετικὴ διαχείριση ποὺ νὰ πηγάζει ἀπὸ διαφορὲς στὴν ἰδεολογία. Ὁμοίως ὅμως οἱ ἐκλογεῖς ἀπέρριψαν καὶ τὸ ἀσυμβίβαστο Ἀντιμνημόνιο, ὅπως αὐτὸ ἐκφράστηκε μὲ τὶς διάσπαρτες, πολυδιασπασμένες παραλλαγές του (ΜέΡΑ25, ΕΠΑΜ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.ἄ.). Καὶ πράγματι, πῶς νὰ ἐμπιστευτεῖς, γιὰ παράδειγμα, κάποιον ποὺ σοῦ ὑπόσχεται «πρώτη φορὰ ρήξη» στοχεύοντας στὸ 3% καὶ 4%, ἐνῶ δὲν τὰ εἶχε καταφέρει ὅταν εἶχε μαζί του τὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, δὲν πρέπει νὰ μᾶς παραπλανᾶ ἡ νίκη τῆς Νέας Δημοκρατίας. Ὅσο θεαματικὴ καὶ ἂν ἦταν, δὲν ἐκφράζει κατὰ τὴ γνώμη μου καμία ἐλπίδα καὶ καμία αἰσιοδοξία ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν πολιτῶν ποὺ τὴν ψήφισαν. Μᾶλλον τὸ ἀντίθετο· ἐκφράζει τὴν ἀπελπισία τους. Διότι ὅπως ὁ πνιγμένος πιάνεται ἀπὸ τὰ μαλλιά του, ἔτσι καὶ ἕνα μεγάλο μέρος αὐτοῦ τοῦ 41% – ποὺ ἂν τὸ δοῦμε ἀριθμητικὰ συμπίπτει μὲ τὸ ποσοστὸ τῶν «Μένουμε Εὐρώπη» στὸ δημοψήφισμα τοῦ 2015 – ἐπέλεξε τὴ Νέα Δημοκρατία τοῦ Κυριάκου Μητσοτάκη, ὄχι γιατὶ ἐλπίζει πραγματικὰ στὴν περιβόητη νεοφιλελεύθερη «Ἀνάπτυξη» ἢ στὶς ἄλλες μεγάλες «μεταρρυθμίσεις» ποὺ ἡ παράταξη αὐτὴ ἔχει ἐξαγγείλει· ἀλλὰ γιατὶ σκέφτηκε πὼς μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο μπορεῖ ἴσως νὰ κερδίσει ἕνα κάποιο χρονικὸ διάστημα χάριτος καὶ ἐπιβίωσης. Ἀνάμεσα στὰ σοσιαλδημοκρατικὰ ἡμίμετρα τοῦ ΣΥΡΙΖΑ καὶ σὲ μιὰ ὁλοσδιόλου ἀνεδαφικὴ ρητορικὴ «ρήξης», ἡ Νέα Δημοκρατία φάνηκε σὰν ἡ μόνη δυνατὴ νὰ τοῦ παρέχει μιὰ ἔστω καὶ πρόσκαιρη ἀνάσα ζωῆς. Καὶ πράγματι, γιὰ μεγάλο μέρος τῶν μικροεπιχειρηματιῶν καὶ μικροϊδιοκτητῶν μοιάζει ἀδύνατον νὰ ἐπιβιώσουν οἰκονομικὰ καὶ κοινωνικὰ χωρὶς τὰ κάθε λογῆς ἐπιδόματα, καὶ – πῶς νὰ τὸ κρύψωμεν ἄλλωστε – χωρὶς τὴν ἀνοχή, τὰ στραβὰ μάτια τοῦ «δικοῦ μας κράτους» στὶς κάθε λογῆς παρατυπίες, χωρὶς τὴν προνομιακὴ μεταχείριση τῶν «δικῶν μας παιδιῶν» ἀπὸ τὰ πελατειακὰ δίκτυα ποὺ λυμαίνονται τοὺς κρατικοὺς καὶ αὐτοδιοικητικοὺς θεσμούς. Εἶναι τὸ νέο ἰδεῶδες ποὺ μπορεῖ νὰ ὑποσχεθεῖ στοὺς πολίτες του τὸ μίγμα τοῦ νεοπελατειακοῦ κομματικοῦ κράτους καὶ τοῦ κράτους-μαφία στὸ ὁποῖο γοργὰ καὶ σταθερὰ μετατρέπεται ἡ Ἑλλάδα. Καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ἠθικὰ ἀποκρουστικό, ἢ στὴν πορεία νὰ ἀποδειχθεῖ καὶ πρακτικὰ ἀναποτελεσματικὸ γιὰ τὴ μεγάλη πλειονότητα αὐτῶν τῶν στρωμάτων, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὥρα φάνηκε σὰν μιὰ ρεαλιστικὴ δυνατότητα. Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι εἶναι ἡ ρεαλιστικὴ ἐναλλακτικὴ τῆς Νέας Δημοκρατίας στὸ πάλαι ποτὲ «Πρόγραμμα τῆς Θεσσαλονίκης» καὶ στὰ λοιπὰ ἀνεδαφικὰ μέτρα τῆς δῆθεν κοινωνικῆς πρόνοιας τοῦ ΣΥΡΙΖΑ.
Ὅμως, παρὰ τὴ συντριπτική της νίκη καὶ παρὰ τὴ διάχυτη ἐντύπωση γιὰ μακρὰ περίοδο δεξιᾶς μονοκρατορίας, ἡ δική μου ἐκτίμηση εἶναι πώς, ἡ Νέα Δημοκρατία τοῦ Κυριάκου Μητσοτάκη δὲν θὰ μακροημερεύσει. Ἢ ἐν πάση περιπτώσει θὰ περάσει ἀπὸ πολὺ ἰσχυροὺς κλυδωνισμούς, ἀνάλογους μὲ αὐτοὺς ἀπὸ τοὺς ὁποίους πέρασε τὸ πολιτικὸ σύστημα τὴν προηγούμενη δεκαετία. Ἡ ἀπειλὴ δὲν προέρχεται βέβαια οὔτε ἀπὸ τὴν Ἀριστερὰ ὁποιαδήποτε μορφῆς, οὔτε καὶ ἀπὸ καμία ἄλλη ἀπὸ τὶς λοιπὲς πολιτικὲς δυνάμεις. Ἡ κατάρρευση, ἂν συμβεῖ, θὰ προέλθει εἴτε ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἐθνικῆς καταστροφῆς καὶ τῆς διάλυσης στὴν ὁποία μὲ ταχύτατα βήματα ὁδηγεῖται ἡ χώρα, εἴτε ἐξ αἰτίας τῶν γενικότερων διεθνῶν ἐξελίξεων: τῆς κλιμακούμενης παγκόσμιας σύγκρουσης καὶ τῶν συνακόλουθων οἰκονομικῶν, πολιτικῶν καὶ γεωπολιτικῶν ἀνατροπῶν στὸ δυτικὸ στρατόπεδο, ποὺ καὶ αὐτὲς ἀπὸ τὴν πλευρά τους θὰ παρασύρουν καὶ τὴν Ἑλλάδα σὲ μιὰ ἐπιπλέον δίνη καταστροφῆς καὶ διάλυσης.
Θὰ εἶχε, τέλος, ἐνδιαφέρον – ἀλλὰ ξεπερνᾶ δυστυχῶς τὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ κειμένου – νὰ δεῖ κανεὶς τὶ ἀκριβῶς ἐκφράζουν μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πολιτικὸ περιβάλλον οἱ λοιποὶ πολιτικοὶ σχηματισμοὶ ποὺ πέρασαν μὲ ἐπιτυχία τὶς ἐξετάσεις τῶν ἐκλογῶν – εἴτε αὐτοὶ ποὺ ἑδραίωσαν τὴ θέση τους (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ἑλληνικὴ Λύση), εἴτε αὐτοὶ ποὺ κατάφεραν νὰ μποῦν γιὰ πρώτη φορά (Σπαρτιάτες, Νίκη, Πλεύση Ἐλευθερίας). Αὐτὸ ποὺ μπορῶ πολὺ συνοπτικὰ νὰ πῶ ἐδῶ εἶναι ὅτι ὅλοι τους, ὁ καθένας μὲ τὸν δικό του τρόπο, ἐκφράζουν στὴν πραγματικότητα τὴν ἴδια πολιτικὴ παραίτηση ποὺ χαρακτηρίζει τὸ σύνολο τοῦ ἐκλογικοῦ σώματος. Ἁπλῶς στὴν περίπτωση τῶν μικρῶν αὐτῶν κομμάτων ἡ παραίτηση κρύβεται πίσω ἀπὸ διάφορες μορφὲς ἰδεολογικῆς ὑπεραναπλήρωσης: εἶναι ἡ παραίτηση ἀπὸ τὰ μείζονα διλήμματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ χώρα, καὶ ἡ ἰδεολογικὴ ὀχύρωση τῶν ἐκλογέων τους πίσω ἀπὸ τὶς προσωπικές τους οὐτοπίες ἢ τὶς ἠθικὲς καὶ θρησκευτικές τους ἀξίες (εἴτε αὐτὸ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν ἀνύπαρκτο «σοσιαλισμὸ» τοῦ ΚΚΕ, εἴτε μὲ τὴν ὑπεράσπιση ἑνὸς ἐξωραϊσμένου ἑλληνοχριστιανικοῦ παρελθόντος). Σὰν νὰ ἦταν δυνατὸν σὲ μιὰ ἠττημένη χώρα νὰ χαράξει κανεὶς τὶς δικές του «κόκκινες γραμμές», ἰδεολογικές, ἠθικές, θρησκευτικές, στὰ ὅρια τοῦ σπιτιοῦ του ἢ τῆς ὑπόγειας ταβέρνας του. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατόν, θὰ κλείσω ρισκάροντας μιὰ ἀκόμα πρόβλεψη, ποὺ ἀφορᾶ εἰδικὰ τὶς ὁμάδες ποὺ μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἐκπροσωποῦν παραλλαγὲς τοῦ μαχητικοῦ ἐθνικοῦ πατριωτισμοῦ, μὲ εἰσαγωγικὰ ἢ χωρίς. Θὰ δεῖτε ὅτι τὴν κρίσιμη στιγμή, ποὺ δὲν εἶναι πολὺ μακριά, ὅλες τους, χωρὶς ἐξαίρεση, θὰ παραβοῦν τὶς «κόκκινες γραμμές» τους, καὶ θὰ προσχωρήσουν ὁλοσχερῶς στὶς ἐπιλογὲς τοῦ πολιτικοῦ συστήματος, αὐτὲς ποὺ οἱ ἴδιοι τώρα καταγγέλλουν σὰν ἀντεθνικές. Τὸ πῶς καὶ τὸ γιατὶ θὰ χρειαζόταν ἕνα ἑπόμενο ἄρθρο· γιὰ τὴν ὥρα θὰ περιοριστῶ νὰ θυμίσω ὅτι εἶναι τὸ ἴδιο ἔργο ποὺ εἴδαμε δύο φορὲς στὸ πρόσφατο παρελθόν, μὲ πρωταγωνιστὲς στὴ μία περίπτωση τὸ ΛΑΟΣ καὶ στὴν ἄλλη τὸν ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Το κάστρο”, 1978) είναι έργο του Ράλλη Κοψίδη.
https://www.liberal.gr/th-mayridis/o-666-haragmenos-stis-fonikes-anemogennitries