Είναι οι Δυτικές δημοκρατίες τεχνικά ικανές να αντιμετωπίσουν αυτού του είδους τις απειλές για τα συμφέροντά τους;
Για αιώνες, το θαλάσσιο στοιχείο υπήρξε πυλώνας επιβίωσης και ευημερίας του Ελληνισμού μέσω της αλιείας και του παγκόσμιου εμπορίου. Στη σύγχρονη εποχή, εξαρτόμαστε από τις θαλάσσιες μεταφορές για να διατηρήσουμε την οικονομία μας σε λειτουργία. Ωστόσο, παλιές προκλήσεις και νέες απειλές αμφισβήτησαν τη Θαλάσσια Ασφάλεια.
Η άρνηση πλήρους συμμόρφωσης με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) για την απόκτηση των πόρων της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), αυξημένες εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, πειρατεία, ζητήματα λαθρομετανάστευσης, αυξημένες ανησυχίες για την τρομοκρατία και την παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, όπλων και ανθρώπων, είναι οι άμεσοι κίνδυνοι και απειλές που επιδεινώνονται από τις αναθεωρητικές επιδιώξεις κρατών που ερμηνεύουν κατά το δοκούν το διεθνές δίκαιο της θάλασσας. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, κινδύνων και απειλών απαιτεί ένα ευρύ φάσμα μέσων, πολλά από τα οποία ήδη επιχειρούν στις θάλασσες.
Ωστόσο, το εύρος των προκλήσεων είναι τέτοιο που απαιτείται μια πιο ολοκληρωμένη απάντηση, η οποία θα λαμβάνει υπόψη όλους τους τομείς και θα περιλαμβάνει πολιτικά και στρατιωτικά μέσα τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο διασυμμαχικό. Αυτό συνεπάγεται την ανάγκη για πολιτικές που φέρνουν σε επαφή και συντονίζουν φορείς με ποικίλες νομικές εντολές, πρακτικές και συμπεριφορές.
Η θαλάσσια ασφάλεια δεν είναι απλά κάποιες συγκρούσεις εναντίον εχθρικών μονάδων στη θάλασσα. Αν ήταν, τότε κάθε σύγκρουση σε θαλάσσιες περιοχές θα μπορούσαμε να τις κατηγοριοποιήσουμε ως «ναυμαχία», καθιστώντας τον όρο ουσιαστικά χωρίς νόημα. Αντίθετα, ο όρος θαλάσσια ασφάλεια, προκειμένου να είναι αναλυτικά χρήσιμος, αναφέρεται σε συγκρούσεις στη θάλασσα σχετικά με τον έλεγχο των θαλασσίων περιοχών αλλά και με τα δικαιώματα οικονομικής εκμετάλλευσης των θαλασσών του βυθού και του εναερίου χώρου υπέρ αυτής, είτε μέσω της έρευνας και εκμετάλλευσης υποθαλάσσιων πόρων, είτε μέσω της υποστήριξης των αλιευτικών στόλων ή ακόμη και της πρόσβασης στα εσωτερικά ύδατα της χώρας.
Αλλά πέραν των θεμάτων που απασχολούν τον Ελληνισμό να δούμε τι συμβαίνει και σε άλλες θαλάσσιες ζώνες της διεθνούς κοινότητας.
Διαφαίνεται ένα ευρύτερο πλαίσιο ανταγωνισμού μεγάλης ισχύος και στην περιοχή της Αρκτικής, μιας περιοχής που δημιουργεί ολοένα και περισσότερο γεωπολιτικές εντάσεις καθώς το λιώσιμο των παγετώνων ανοίγει στρατηγικούς εμπορικούς δρόμους και δυνατότητες εξόρυξης αποθεμάτων πρώτων υλών. Επίσης γίνεται συνεχής αναφορά σε επενδύσεις σε συνδεσιμότητα και κρίσιμες υποδομές, αντανακλώντας την αυξανόμενη ανησυχία για τις γεωπολιτικές εντάσεις στην Αρκτική, σε μια εποχή που η Κίνα, η Ρωσία, Ευρωπαϊκά κράτη και οι ΗΠΑ μάχονται ήδη για επιρροή στην περιοχή.
Μια κρίσιμη υποδομή φαίνεται ότι δημιουργεί νέες κόκκινες γραμμές που η υπέρβασή τους οδηγούν σε πολεμικές συγκρούσεις και η παγκόσμια κοινότητα μάλλον δεν είναι προετοιμασμένη για κάτι τέτοιο. Στο πλαίσιο της θαλάσσιας ασφάλειας, μια διακοπή των θαλάσσιων δικτύων όπως εκτελέσθηκε με το σαμποτάζ αγωγών φυσικού αερίου στη Βαλτική Θάλασσα, που είχαμε να δούμε από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μία από τις πρώτες ενέργειες των Βρετανών ήταν να καταστρέψουν τα υποθαλάσσια τηλεγραφικά καλώδια της Γερμανίας, αποκόπτοντάς τα από τις παγκόσμιες επικοινωνίες και εγκαθιστώντας το πρώτο σύστημα παρακολούθησης σε παγκόσμια κλίμακα.
Οι προκλήσεις αυτές πλέον απευθύνονται στις δυτικές κυβερνήσεις και τη συμμαχία του ΝΑΤΟ και είναι πολλές και ποικίλες. Ένας πολυδιάστατος κυβερνοπόλεμος εκτυλίσσεται εναντίον των θεσμών, επιχειρήσεων και πολιτών. Δράστες είναι τα αυταρχικά καθεστώτα με κρατικούς οργανισμούς, παρακρατικοί φορείς και, το ιδιαιτέρως ανησυχητικό, άγνωστοι χάκερ διαφόρων τύπων και συμφερόντων.
Είναι οι Δυτικές δημοκρατίες τεχνικά ικανές να αντιμετωπίσουν αυτού του είδους τις απειλές για τα συμφέροντά τους;
Η πρόσφατη αύξησή των απειλών και πιθανώς η δραματική αύξηση που δεν έχει έρθει ακόμη δικαιολογεί μια εξαιρετικά ενισχυμένη πολιτική αναζήτησης ανθεκτικότητας. Πρόκειται για μια πολύπλοκη και επίπονη προσπάθεια, πολιτική και στρατιωτική, τεχνική και νομική, εθνική και διακυβερνητική και απαιτεί τεράστια εμπιστοσύνη μεταξύ των εμπλεκομένων.
Το πρόβλημα δεν είναι να κατανοήσουμε πόσο σοβαρή είναι αυτή η κατάσταση, αλλά το πώς να την αντιμετωπίσουμε. Εδώ, η πολυπλοκότητα των πολλών προκλήσεων που αντιμετωπίζουμε καθιστά το έργο της ενίσχυσης της ανθεκτικότητας σχεδόν αδύνατο. Στις ολοένα και πιο εξελιγμένες κοινωνίες μας με τη διασύνδεση και την αλληλεξάρτηση στον πυρήνα των δυτικών οικονομιών, πώς μπορούμε να εγγυηθούμε την πλήρη απόδειξη προστασίας. Πού να καθοριστούν οι δημόσιες προτεραιότητες όταν οι πολίτες περιμένουν από τις κυβερνήσεις να προστατεύουν κάθε πτυχή της καθημερινότητάς τους; Πρέπει να γίνουν πολιτικές επιλογές και να εξηγηθούν στους πληθυσμούς.
Ίσως μία από τις πρώτες ενέργειες που πρέπει να ληφθούν θα πρέπει να είναι η προτεραιότητα στην υπεράσπιση των δημοκρατικών μας συστημάτων, καθώς η συνεχής παραπληροφόρηση υπονομεύει σιγά σιγά το θεμέλιο των φιλελεύθερων κοινωνιών μας στο εσωτερικό και τη σταθερότητα των διεθνών μας θέσεων στο εξωτερικό. Η αντιμετώπιση της ροής των ύπουλων fake news και της ανοιχτής προπαγάνδας θα μπορούσε να είναι το πρώτο βήμα προς μια πιο ανθεκτική κοινωνία.
Συμπεράσματα
Το θαλάσσιο περιβάλλον έχει αλλάξει και δείχνει προς τον εκσυγχρονισμό των ναυτικών δυνάμεων και την ενίσχυση της ναυτικής ισχύος με προσήλωση στη θαλάσσια πολυμερή συνεργασία με διεθνείς εταίρους και οργανισμούς –ιδίως τα Ηνωμένα Έθνη (ΟΗΕ) και τον Οργανισμό του Βορείου Ατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ)– και σε συντονισμό με διεθνή και περιφερειακά θαλάσσια φόρουμ, με στόχο την αποτελεσματική αντιμετώπιση του ευρέος φάσματος προκλήσεων, κινδύνων και απειλών.
Χρειάζεται να αναλογιστούμε, ότι οι περισσότερες από τις πιο σημαντικές διαμάχες για τις θαλάσσιες ζώνες περιστρέφονται γύρω από τον έλεγχο της επικράτειας που παρέχει τη πρόσβαση σε πηγές ενέργειας και ορυκτών.
Το ότι, σε αντίθεση με την ελεύθερη διέλευση από τη θάλασσα, θα μπορούσε να γίνει πηγή εθνικού πλούτου, δεν το οραματίστηκαν οι θεωρητικοί του ναυτικού πολέμου του περασμένου αιώνα, ενώ παραμένει ένα θέμα που δεν έχει εξεταστεί επαρκώς μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζουμε πως ακριβώς θα προστατεύσουμε τις υπεράκτιες πλατφόρμες γεώτρησης που θα προσπαθήσει να ελέγξει ο αντίπαλος κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, αλλά σίγουρα γνωρίζουμε ότι θα είναι σημαντικές.
Οπότε αντιλαμβανόμαστε ότι προκύπτουν τα παρακάτω δυναμικά προβλήματα που θα απαιτήσουν επίλυση:
- Ενσωμάτωση της θαλάσσιας ασφάλειας στην εξωτερική δράση, με βάση την πολυμερή προσέγγιση, τη συνολική προσέγγιση και την ανάπτυξη περιφερειακών ικανοτήτων.
- Δημιουργία κοινής «επιχειρησιακής εικόνας» συνδυάζοντας τα διάφορα υπάρχοντα συστήματα επιτήρησης και πληροφοριών.
- Βελτίωση των δυνατοτήτων, με συγκέντρωση δυνάμεων και τυποποίηση διαδικασιών.
- Ενίσχυση της ικανότητας πρόληψης κρίσεων και αντιμετώπισης τους μέσω κοινής ανάλυσης κινδύνων και συνεργασίας στο σχεδιασμό.
- Συγκέντρωση διαφόρων προγραμμάτων κατάρτισης πολιτικού-στρατιωτικού τομέα και ερευνητικών φορέων για προώθηση διασυμμαχικών ασκήσεων.