του Γιώργου Τσουκαλά, Δικηγόρου
Αττίλας! «Attila Harekâtı», «Επιχείρηση Αττίλας»! Αν και οι Τούρκοι προσβάλλονται σφόδρα όταν οι Έλληνες τους αποκαλούν ενίοτε Μογγόλους, άλλοτε Τουρκομογγόλους, παρόλα αυτά, παραδόξως, οι ίδιοι επέλεξαν εντελώς αυτοπροαίρετα, να ονομάσουν την εισβολή τους στην Κύπρο, το αιματοβαμμένο 1974, κατά το όνομα του διαβόητου βασιλιά των Ούννων, Αττίλα (406-453), φόβου και τρόμου της Ευρώπης, στην ρωμαϊκή εποχή.
Ως γνωστόν, με τον «Αττίλα ΙΙ» (14 Αυγούστου – 16 Αυγούστου 1974), βρέθηκε αντιμέτωπη η νεοσύστατη Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, όπως εγκαθιδρύθηκε στις 24 Ιουλίου 1974. Τι μπορούσε όμως να πράξει η νεαρή Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, απέναντι σε εκείνη την σχεδιασμένη, τουρκική βαρβαρότητα;
Κατ’ αρχάς, όλες οι εισηγήσεις των Ελλήνων στρατιωτικών στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν αρνητικές για έναν πόλεμο της Ελλάδας με την Τουρκία, τον Αύγουστο του 1974. Η Ανατολική Θράκη και η Κωνσταντινούπολη ήταν μεν «ενώπιον μας», όπως κάποιοι ακόμη λένε, αλλά φυλάσσονταν από τούρκικο στρατό. Αντιθέτως τα ελληνικά νησιά το 1974 δεν ήταν οχυρωμένα, και αυτό ήταν το κύριο πρόβλημα, η αχίλλειος πτέρνα της ελλαδικής άμυνας. Προφανώς, η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία δεν πρόφταινε να στρατιωτικοποιήσει τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, μέσα σε ένα εικοσαήμερο (24 Ιουλίου – 14 Αυγούστου 1974), με κατασκευή οχυρών και μεταφορά οπλισμού, που δεν είχε. Επιπρόσθετα, η Ελλάδα για να διεξάγει πόλεμο με την Τουρκία, θα χρειάζονταν τον ανεφοδιασμό με πολεμοφόδια από τις Η.Π.Α. που δεν θα δίνονταν. Ο ελληνικός στρατός ήταν επίσης μικρότερος και θα χρειάζονταν ενίσχυση από ξένες δυνάμεις για να αντέξει έναν πόλεμο φθοράς με την Τουρκία. Τέλος, απλώς δεν υπήρχαν στην Ελλάδα αποθηκευμένα πυρομαχικά για τέτοιο ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1974.
Συν τοις άλλοις, η απόσταση της Κύπρου από την απέναντι ακτή της Τουρκίας είναι κοντινή, περίπου 40 μίλια ή αλλιώς 70 χιλιόμετρα, και λόγω του προγεφυρώματος που δημιούργησε η Τουρκία στην Κύπρο μετά την απόβασή της 20ης Ιουλίου 1974, μπόρεσε να μεταφέρει στο νησί έως τις 14 Αυγούστου 1974, έναν στρατό περίπου 40 χιλιάδων ανδρών, επίσης άρματα και βαρύ πυροβολικό. Αντιθέτως, η απόσταση μεταξύ Ρόδου και Κύπρου είναι ως έγγιστα, 632 μίλια ή 1017 χιλιόμετρα.
Είναι βέβαιο πως η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, μέσα σε ένα εικοσαήμερο (24 Ιουλίου – 14 Αυγούστου 1974) δεν μπορούσε να μεταφέρει στην Κύπρο ανάλογη δύναμη, καθώς τα ελληνικά μεταγωγικά θα βυθίζονταν παραπλέοντας στα τουρκικά παράλια. Άλλωστε, ως γνωστόν, εξ αιτίας ακριβώς της δυσχέρειας να αμυνθεί ο ελληνισμός στην Κύπρο, η Ελλάδα είχε αποστείλει κρυφά μία μεραρχία το 1964.
Ειδικότερα, μετά τα Χριστούγεννα του 1963, ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γεώργιος Παπανδρέου, αποφάσισε την μυστική αποστολή μεραρχίας στο νησί με 8,500 χιλιάδες άνδρες με 3 συντάγματα πεζικού, 2 μοίρες καταδρομών και 2 ίλες αρμάτων. Είναι δε χαρακτηριστικό πως η μεταφορά της μεραρχίας ολοκληρώθηκε μήνες μετά, έως τον Οκτώβριο 1964. Όμως, στα τέλη του 1967 και στις αρχές του 1968, η ελληνική Χούντα απέσυρε την ελληνική μεραρχία από την Κύπρο. Αναμφίβολα, η αμυντική αποδυνάμωση της Κύπρου, από την Χούντα, μετέτρεψε την Μεγαλόνησο σε εύκολο στόχο για την Τουρκία το καλοκαίρι του 1974. Είναι επίσης προφανές, πως εντός 20 ημερών (24 Ιουλίου 1974 – 14 Αυγούστου 1974), η Ελλάδα δεν μπορούσε να μεταφέρει τόσο μεγάλο στρατό στην Κύπρο ώστε να ισοσκελίσει τις δυνάμεις του «Αττίλα».
Εντέλει η Ελλάδα ήταν εντελώς απροετοίμαστη για πόλεμο με την Τουρκία, το 1974. Η επιστράτευση στην Ελλάδα είχε αποτύχει, ενώ ακόμη και στην ίδια την Κύπρο συνέβαιναν μαζικές λιποταξίες. Ο στρατός ήταν αμφίβολο αν ελέγχονταν καθ’ ολοκληρίαν, από την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία. Τα καλύτερα αεροπλάνα που είχε η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να νικήσουν τον ογκώδη «Αττίλα ΙΙ», και θα αντιμετώπιζαν ισχυρό τούρκικο πυρ, αλλά και πολυάριθμη αεροπορία. Ολόκληρη η Κύπρος θα μπορούσε να καταλαμβάνονταν από την Τουρκία, και στο Αιγαίο η Ελλάδα, λόγω της απώλειας των αεροπορικών μέσων, θα ήταν ευπρόσβλητη, και πιθανότατα θα έχανε. Όπως σήμερα πλέον γνωρίζουμε, οι Η.Π.Α. με υπουργό εξωτερικών τον Χένρυ Κίσινγκερ, δεν θα στήριζαν την Ελλάδα, σύμφωνα με συμβουλή του ιδίου προς τον Αμερικανό Πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ στις 13 Αυγούστου 1974, σε έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Εκ των υστέρων, μερικοί επιχείρησαν να αλλοιώσουν την αλήθεια, μεταθέτοντας την ευθύνη για την καταστροφή της Κύπρου το 1974, τεχνηέντως από την Δικτατορία στην Δημοκρατία. Δεν είναι όμως αλήθεια πως η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία παρέδωσε την Κύπρο στον «Αττίλα ΙΙ», τον Αύγουστο 1974, ενόσω είχε περιθώρια να αντιδράσει στρατιωτικά. Εξάλλου, οι ίδιοι οι Χουντικοί εγκατέλειψαν την εξουσία στην Δημοκρατία τον Ιούλιο του 1974 ακριβώς επειδή η Ελλάδα, όπως την είχαν κυβερνήσει, οδηγήθηκε σε ένα απόλυτο, πολιτικοστρατιωτικό αδιέξοδο.
Επιθανάτιοι ρόγχοι ενός μεταπολιτευτικού αφηγήματος που βασίστηκε στο ψέμα.
Ευχαριστώ για το σχόλιό σας. Φυσικά διαφωνώ. Αν θεωρείτε πως μπορείτε να αντικρούσετε, μπορείτε να γράψετε αιτιολογημένα τον ισχυρισμό και τα επιχειρήματά σας.
Το καθεστώς που διαδέχθηκε τη δικτατορία δεν είναι δημοκρατικό αλλά προεδρευομένη κοινοβουλευτική ολιγαρχία. Η δε αλλαγή μεθοδεύθηκε από τις ΗΠΑ. Σχετικό:
Ιωάννης Δ. Παπακωνσταντίνου (John D. Pappas)
Μεταπολίτευση Made in USA
Ειναι η απάντηση σ αυτούς που λένε τον κ.Καραμανλή,νεκροθαύτη της Κύπρου
Νομίζω είναι κάπως απλουστευτικό το άρθρο για ένα τέτοιο ζήτημα, για δύο βασικούς λόγους:
α) Εξετάζει πολύ επιφανειακώς τεχνικά ζητήματα του πολέμου (όπως διαθεσιμότητες πυρομαχικών, αμυντικές/επιθετικές δυνατότητες αντιπάλων, κλπ).
β) Διολισθαίνει σε σύγκριση αποτελεσμάτων “δημοκρατίας”-“δικτατορίας”, αντί να ασκεί ενιαία κριτική στον ελλαδική κρατική οντότητα, ως όλον. Ο επμερισμός των ευθυνών σε πρόσωπα και θεσμούς έπεται.
Να σημειώσω, επίσης, ότι 50 χρόνια μετά τα γεγονότα η αξιοποίηση επιχειρημάτων και δεδομένων της εποχής είναι χρήσιμη μόνο ως ελαφρυντικά των όποιων κατηγορουμένων. Αντιθέτως, στην προσπάθεια για εξαγωγή μαθημάτων από τα λάθη μας οφείλουμε να αξιοποιούμε και μεταγενέστερες πληροφορίες, τόσο για εμάς, όσο και την αντίπαλη πλευρά.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, επιτρέψτε μου να παραθέσω κάποιες πιο αναλυτικές προσεγγίσεις (με χρονολογική σειρά δημοσεύσεως).
i) Άρθρο για προβλήματα λογιστικής υποστηρίξεως των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και συνεισφορά των μουσουλμανικών κρατών στην αντιμετώπισή τους.
https://e-amyna.com/η-συμβολή-των-μουσουλμανικών-κρατών-σ/
ii) Αφιέρωμα του περιοδικού “Στρατηγείν” (τότε “Στρατηγικόν”) στην Κύπρο.
https://strategein.gr/wp-content/uploads/2019/08/ΤΕΥΧΟΣ-2-ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΝ-ΧΕΙΜΩΝΑΣ-2018.pdf
iii) Αντίλογος σε άρθρο του προαναφερθέντος αφιερώματος, με θέμα την αεροπορική ισχύ.
https://belisarius21.wordpress.com/2019/08/16/αεροπορικη-ισχυσ-και-κυπροσ-ποσο-μακρ/
iv) Ανάλυση για την δυνατότητα υποστηρίξεως της Κύπρου, ως προς την αεροπορική διάσταση των επιχειρήσεων.
https://belisarius21.wordpress.com/2020/07/20/1974-πόσο-μακριά-ήταν-η-κύπρος-αλήθεια-μέρ/
v) Άρθρο του στρατωτικού αναλυτή Σ. Βλάσση για την ελληνική αδράνεια μεταξύ “Αττίλα-Ι” και “Αττίλα-ΙΙ”.
https://doureios.com/i-merarhia-kai-i-stratigiki-epiptosi-tis-stratiotikis-adraneias-karamanli-stin-krisi-toy-1974/
Και κάποια δικά μου, επιπρόσθετα σχόλια.
Η αμερικανική στάση δεν ήταν ούτε ανθελληνική, ούτε φιλοτουρκική, ήταν αμερικανική. Εκτιμώ πως θα γινόταν καλύτερα αντιληπτή, αν την παραλληλίζαμε με την στάση ενός (οποιουδήποτε) αυτοκράτορα της Κων/πόλεως, που θα είχε να διαχειριστεί την διαμάχη δυο παραδουνάβιων φυλάρχων, με κύριο μέλημά του την διασφάλιση της επιρροής του στην περιοχή.
Επομένως, οι ΗΠΑ θα έκαναν το παν να αποσοβήσουν ελληνοτουρκικό πόλεμο μεγάλης κλίμακος, προκειμένου να μην κινδυνεύσει η υπόσταση της ΝΑ πτέρυγος του ΝΑΤΟ. Στην προσπάθειά τους αυτή, θα ασκούσαν τις μεγαλύτερες πιέσεις στο μέρος εκείνο που θα επεδείκνυε την μεγαλύτερη διστακτικότητα και δεν θα είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων. Και, το 1974, αυτό – δυστυχώς – ήταν η Ελλάδα, πρωτίστως με δική της υπαιτιότητα!
Αντιθέτως, το 1964, ο πρόεδρος LBJ παρενέβη για να ακυρώσει τουρκική αποβατική ενέργεια, όχι επειδή τότε η πολιτική των ΗΠΑ ήταν πιο… “φιλελληνική”, απλώς επειδή η Ελλάδα κινήθηκε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, διατηρώντας την πρωτοβουλία και αποδεικνύοντας ότι η απειλή της για κλιμάκωση δεν ήταν μόνον λεκτική. Και πάντως οι συνθήκες για την Ελλάδα δεν ήταν περισσότερο ευνοϊκές τότε (παντελής έλλειψη καταλλήλων ναυτικών μέσων και σημαντική υστέρηση των αεροπορικών).
Εκείνο που δεν αντελήφθη η ηγεσία της Ελλάδος (αδιαφορώ για το αν αυτή ήταν “δημοκρατική” ή “δικτατορική”) ήταν πως η αδράνεια στο θέμα της Κύπρου, την στιγμή που εθίγοντο συμφέροντα Ελλήνων και χυνόταν αίμα Ελλήνων στρατιωτικών, ήταν συγκεκαλυμμένο μήνυμα υποχωρητκής νοοτροπίας, που θα εξέθρεφε τον τουρκικό επεκτατισμό.
Και πράγματι, η τουρκική (ανέλπιστη και για τους ίδιους, σε κάποιον βαθμό) επιτυχία στην Κύπρο απετέλεσε το σημείο καμπής για την όξυνση της τουρκικής επιθετικότητος, καθώς και την επέκτασή της στα μέτωπα Αιγαίου και Θράκης, όπως και για την εμφώλευση στις ελληνικές ηγεσίες του “φοβικού συνδρόμου”, έναντι της εξ Ανατολών απειλής.
Κρίνοντας, λοιπόν, από ασφαλή απόσταση 5 δεκαετιών τα γεγονότα, γνωρίζοντας τί επηκολούθησε, φρονώ πως ήταν ολέθρια επιλογή η παθητική και εγκλωβισμένη στο διπλωματικό πεδίο ελληνική σταση. Το αν η ευθύνη βαρύνει περισσότερο τους “χουντικούς” ή τους “δημοκρατικούς” είναι δευτερεύον ζήτημα, κατά την γνώμη μου, μπροστά στο πρωτεύον, της παραδοχής ότι – εκ του αποτελέσματος – η Ελλάδα (και όχι η “χούντα” ή η “δημοκρατία”) ζημιώθηκε για την “συνετή” επιλογή της.
Εν κατακλείδι, ουδείς μπορεί να αντιλέξει ότι η κατάσταση για την Ελλάδα ήταν (πολύ) δυσμενέστερη στις 23/7, εν σχέσει με τις 20/7. Αλλά δεν έχω πεισθεί ότι και μετά τις 23/7 εξαντλήθηκαν όλες οι δυνατότητές μας, ώστε το μόνο που μας απέμενε ήταν η μοιρολατρική παρακολούθηση της τουρκικής προελάσεως…
ΥΓ1:
Πόσο πιθανή ήταν πράγματι η απειλή για τουρκική απόβαση σε ελληνική νήσο, όταν, υπό το κράτος φόβου για ελληνικά αντίποινα, εκκενώθηκε η περιοχή της Αλικαρνασσού, το πρωί της 22ας/7/1974;
https://enkripto.blogspot.com/2008/06/1974.html
ΥΓ2:
Στο βιβλίο του Μεχμέτ Αλή Μπιράντ “Απόφαση-Απόβαση” καταγράφονται επίσης δισταγμοί της τουρκικής πλευράς, προ της δρομολογήσεως της αποβατικής ενεργείας, αντίστοιχοι των δικαιολογιών που προβάλλονται από την δική μας πλευρά. Η διαφορά μας είναι ότι οι Τούρκοι ΤΟΛΜΗΣΑΝ, εν τέλει, να κάμψουν τους ενδοιασμούς τους, ενώ εμείς όχι.
Ευχαριστώ για το σχόλιο σας. Εκτιμώ ιδιαίτερα πως γράψατε μία εμπεριστατωμένη γνώμη για το ζήτημα, την οποία επιχειρείτε να τεκμηριώσετε με παραπομπές, που όμως πρέπει πάντοτε να προσεγγίζονται με την επιφύλαξη πως οι πόλεμοι επί χάρτου είναι πάντοτε διαφορετικοί από ό,τι οι αληθινοί πόλεμοι.
Θα διαφωνήσω με τους βασικούς ισχυρισμούς σας, καθώς α) αφ’ ενός είναι αξιολογικά πρωτεύον ζήτημα να γίνεται διάκριση ανάμεσα στην Δικτατορία και στην Δημοκρατία, β) αφ’ ετέρου στις 14 Αύγουστο 1974, η Τουρκία είχε αποβιβάσει έναν πολύ μεγάλο στρατό στην Κύπρο, που η Ελλάδα υπό οιαδήποτε Κυβέρνηση δεν μπορούσε να σταματήσει, κατά την προέλασή του.
Δεν υφίστανται θαυμαστές και μαγικές λύσεις σε τέτοιες καταστάσεις, και “ο από μηχανής θεός” επίσης – στον οποίο οι Έλληνες μέσω της πανάρχαιας κουλτούρας τους συχνά πιστεύουν – δεν κατεβαίνει. Ειδικά, όταν το λάθος είναι μεγάλο, και δεν θεραπεύεται, μέσω διπλωματικών παρεμβάσεων τρίτων – για αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή και όχι αφροσύνη.
Όπως συχνά επισημαίνεται, η Τουρκία αν και μεγαλύτερη χώρα, με μεγαλύτερο στρατό ήταν διστακτική στο να χρησιμοποιήσει στρατιωτικά μέσα στην Κύπρο, και δεν φέρθηκε ούτε με την αφροσύνη ούτε με την ελαφρότητα στην ανάληψη στρατιωτικών κινδύνων – σε αντίθεση προφανώς με εμάς που εξετέθημεν λόγω των λαθών της Δικτατορίας σε κίνδυνο και εν τέλει χάσαμε τον πόλεμο. Αντίλογος πάντα θα υπάρχει στο αν η Ελλάδα έπρεπε να κηρύξει έναν γενικό ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1974, όμως η κρατούσα γνώμη είναι πως αυτό θα αποτελούσε λάθος επί λαθών, για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο.
Εν κατακλείδι, δεν θεωρώ το άρθρο απλουστευτικό, και κυρίως πιστεύω πως δεν μειώνει την αλήθεια. Αντιθέτως, με έναν εύληπτο και γρήγορο στην ανάγνωση τρόπο, κομίζει τα θεμελιώδη στοιχεία του ζητήματος.
Δεδομένο Ι: Μέχρι και της 13 Αυγούστου του 1974, οι Καραμανλής, Αβέρωφ και Μαύρος απειλούσαν τους Αμερικανούς με ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία, η οποία θα οδηγούσε σε Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δεδομένο ΙI: Η απειλή αυτή δεν μετέβαλε την πολιτική των ΗΠΑ, ώστε να παρέμβουν ενεργά και να σταματήσουν την περαιτέρω προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο.
Τα σενάρια που προκύπτουν είναι τα εξής:
1. Ο Καραμανλής μπλόφαρε εξ αρχής καθώς γνώριζε ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να εμπλακεί σε πόλεμο με την Τουρκία.
2. Ο Καραμανλής δεν μπλόφαρε αλλά δέχτηκε μια πολύ έντονη προειδοποίηση/απειλή από τον Kissinger στις 13 Αυγούστου και τελικά υπαναχώρησε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.
3. Ο Καραμανλής ήταν ένας ανόητος και άπειρος πολιτικός, δεν γνώριζε τις επιχειρησιακές δυνατότητες του Ε.Σ., για τις οποίες ενημερώθηκε από τους στρατηγούς μετά τον Αττίλα 2 και τελικά υπαναχώρησε.
Ποιο από τα 3 σενάρια σας φαίνεται πιο πιστευτό; Υπάρχει έγγραφο της CIA του 1967 ότι σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης, οι Τούρκοι θα έφταναν μέχρι την Θεσσαλονίκη. Η ανάλυση του κ. Τσουκαλά απεικονίζει την ιστορική πραγματικότητα εκείνης της εποχής και επιβεβαιώνεται από την πολιτική που θα ακολουθούσε ο Καραμανλής στα ελληνοτουρκικά τα επόμενα χρόνια.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Να ευχαριστήσω με την σειρά μου για την κόσμια ανταλλαγή απόψεων, που δυστυχώς όχι μόνον δεν είναι αυτονόητη, αλλά τείνει να εκλείψει από τον δημόσιο διάλογο (ειδικότερα σε περιπτώσεις διαφωνιών).
Το σημείο που με βρίσκει απολύτως σύμφωνο με τον κ. Τσουκαλά είναι η επισήμανσή του ότι η πραγματική εξέλιξη του πολέμου διαφέρει από την προσχεδιασμένη. Άλλωστε η ίδια η φύση του πολέμου ενέχει τον παράγοντα της αβεβαιότητος.
Κατ’ επέκταση, τα υποθετικά σενάρια δεν έχουν θέση στην Ιστορία, ούτε μπορούν να επιβεβαιωθούν κατ’ απόλυτο τρόπο.
Η εικοτολογία έχει νόημα, ωστόσο, όταν πρόκειται για ανάλυση ζημιών. Εν προκειμένω, είναι αναντίρρητο γεγονός ότι το 1974 η Ελλάδα υπέστη ήττα, με σοβαρότατες συνέπειες. Ένα σοβαρό κράτος και μια υπεύθυνη κοινωνία δεν θα αναλωνόταν απλώς στην επίρριψη ευθυνών (“blame game”), παρά θα επιχειρούσε να εντοπίσει τις παθογένειες που οδήγησαν στην ήττα, να προσπαθήσει να τις εξαλείψει ή να τις περιορίσει, ώστε να αποφύγει ανάλογα συμβάντα στο μέλλον και σε δεύτερη φάση να δρομολογήσει την ανατροπή των δυσμενών τετελεσμένων.
Αυτό που διαπιστώνω, όμως, είναι ότι η υποχωρητική/αδρανής συμπεριφορά του 1974 επανελήφθη ουκ ολίγες φορές έκτοτε (με κορυφαία περίπτωση τα Ίμια), άρα η Ελλάδα εξακολουθεί να πάσχει στην αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής.
Επανέρχομαι στα γεγονότα του 1974. Η ευθύνη της ηγεσίας Ιωαννίδη είναι πανθομολογουμένη, δεν οφελεί να επεκταθούμε σε αυτήν. Το περίεργο είναι, όμως, ότι αποφεύγουμε να συζητήσουμε για πιθανά σφάλματα της Ελλάδος στην διαχείριση του κυπριακού ζητήματος, μετά τις 24/7, θεωρώντας πως τα τετελεσμένα της τουρκικής εισβολής δημιούργησαν μια μη αναστρέψιμη κατάσταση. Ήταν πράγματι έτσι; Επ’ αυτού υπάρχουν πολλά σκοτεινά σημεία και αναπάντητα ερωτήματα, τουλάχιστον για τον γράφοντα…
(1) Οι τουρκικές δυνάμεις που επεχείρησαν στον “Αττίλα-ΙΙ” δεν ήταν όλες παρούσες στην Κύπρο, στις 23/7, μεγάλος όγκος τους μεταφέρθηκε στο μεσοδιάστημα έως τις 14/8. Τί έπραξε η Ελλάδα για να παρεμποδίσει την αδιάκοπη ροή τουρκικών ενισχύσεων, κατά παράβαση της εκκεχειρίας;
(2) Τί πιθανότητες επιτυχίας θα είχε μια ελληνική αποστολή (αεροπορική, ναυτική, ή συνδυαστική) προσβολής των διά θαλάσσης τουρκικών εφοδιαστικών γραμμών ή των λιμένων εκφορτώσεως; Ποιός ο αντίκτυπος μιας τέτοιας ενέργειας στο στρατιωτικό και διπλωματικό σκέλος; Θα οδηγούσε σε άμεση κλιμάκωση, ή μήπως σε παραίτηση της Τουρκίας (μερική ή ολική) από τα επικείμενα σχέδιά της;
(3) Ορθώς ο κ. Κόντης υπογραμμίζει ότι οι απειλές Καραμανλή/Αβέρωφ δεν μετέβαλαν την αμερικανική στάση. Μήπως αυτό συνέβη επειδή θεωρήθηκαν αναξιόπιστες; Μήπως μια κίνηση όπως αυτή που περιγράφεται ανωτέρω θα έκανε την ελληνική απειλή πιο πειστική; Θυμίζω ότι όταν ο Γ. Παπανδρέου, το 1964, απείλησε να διαβεί την “πόρτα του φρενοκομείου”, η Ελλάδα είχε ήδη αναπτύξει στρατιωτική δράση στην Κύπρο.
(4) Παρά την έκθεση της CIA του 1967, που μνημονεύει ο κ. Κόντης, 7 έτη μετά, στο μετρήσιμο σκέλος της ισορροπίας στρατιωτικής ισχύος Ελλάδος-Τουρκίας, η Ελλάδα βρισκόταν σε πολύ ευνοϊκή θέση. Το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού στρατιωτικού οργανισμού δεν ήταν τα μέσα, αλλά η πολιτικοποίηση του προσωπικού και η διατάραξη της ιεραρχίας και της εμπιστοσύης σε αυτήν, που επέφεραν οι αλλεπάλληλες μηχανορραφίες των μυημένων στις πραξικοπηματικές ομάδες. Μπορούσαν να αντεπεξέλθουν, υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι ένοπλες δυνάμεις μας σε μια ευρείας κλίμακος σύγκρουση με την Τουρκία;
(5) Σε συνέχεια του προηγουμένου, επικεντρωνόμαστε με έμφαση στις δικές μας αδυναμίες, εξιδανικεύοντας τις δυνατότητες του αντιπάλου. Όπως έχει διατυπώσει ο στρατιωτικός αναλυτής Robert Leonhard η ανετοιμότητα είναι η φυσική κατάσταση κάθε στρατιωτικού οργανισμού, υπό την έννοια ότι το θεωρητικώς επιθυμητό επίπεδο ετοιμότητος ουδέποτε καθίσταται πραγματικό. Αυτό που έχει σημασία είναι η υπεροχή έναντι του εκάστοτε αντιπάλου. Με βάση την παρατηρηθείσα απόδοση των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων επί του πεδίου, που κάθε άλλο παρά εντυπωσιακή υπήρξε (περιττεύει να υπομνήσω το πασίγνωστο περιστατικό με το αντιτορπιλικό Kocatepe), πόσο απίθανη θα ήταν μια ελληνική επικράτηση (τοπική ή καθολική) διά των όπλων;
(6) Αν η κυβέρνηση εθνικής ενότητος πράγματι διερευνούσε το ενδεχόμενο ενόπλου δράσεως, γιατί στηρίχθηκε για την προετοιμασία της στην προτέρα ανωτάτη στρατιωτική ηγεσία, που βαρυνόταν με συνέργεια στο πραξικόπημα της 15ης/7 και εγκληματική αδράνεια κατά την τουρκική εισβολή; Γιατί δεν την αντικατέστησε πάραυτα, όπως έπραξε με τον επί κεφαλής του ΓΕΕΦ (σημειωτέον πως ο αντικατασταθείς Ντενίσης δεν ανήκε στον πυρήνα των “ιωαννιδικών” και ήταν αντίθετος στην ανατροπή του Μακαρίου);
(7) Αν θεωρήσουμε ότι η ελληνική ηγεσία επείσθη για το μάταιον της στρατιωτικής εμπλοκής στην Κύπρο, εξετάσθηκαν λύσεις αντιπερισπασμού (στρατιωτικού και διαπραγματευτικού) στο Αιγαίο (π.χ. κατάληψη Ίμβρου) ή αλλού; Αν όχι, γιατί;
(8) Πόσο σοβαρή απειλή για την εκ νέου ανατροπή της εσωτερικής τάξεως συνιστούσαν οι “ιωαννιδικοί θύλακες”, με δεδομένο ότι θα βρισκόμασταν εν μέσω ενόπλου αντιπαραθέσεως με την Τουρκία;
(9) Βάσει των περιγραφών του Μπιράντ, στο προαναφερθέν βιβλίο του “Απόφαση-Απόβαση”, το καταλυτικό επιχείρημα του Ετσεβίτ, για την κάμψη των τουρκικών δισταγμών για στρατιωτική επέμβαση υπήρξε πως ο έλεγχος της Κύπρου από την Ελλάδα αποτελούσε ζωτική απειλή για την Τουρκία (*), η οποία δεν μπορούσε να γίνει ανεκτή, άνευ αντιδράσεως. Κατ’ αντιστοιχία, ελληνική απραξία θα ερμηνευόταν – τουλάχιστον από την Τουρκία – ως κατάταξη του κυπριακού ζητήματος στην κατηγορία των μη ζωτικών για την Ελλάδα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την διεκδίκηση ρόλου μας στην ευρύτρη περιοχή. Αξιολογήθηκε αυτή η διάσταση από την ελληνική ηγεσία; Μήπως μια (ακόμη και αποτυχημένη) στρατιωτική εμπλοκή θα είχε λιγότερες μακροπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες από την αποφυγή δράσεως;
Τέλος, ως προς το ζήτημα που έθεσε ο κ. Κόντης για την εικόνα που είχε ο Καραμανλής για την ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Τη εξαιρέσει των πρώην στρατιωτικών Μεταξά και Παπάγου, δεν νομίζω ότι υπήρξε άλλος πολιτικός ηγέτης της Ελλάδος με ιδία επίγνωση των πολεμικών δυνατοτήτων της χώρας και αυτό δεν σχετίζεται με την ευφυία των υπολοίπων. Η αντίληψη του Καραμανλή ήταν έμμεση. Και είναι πολύ κρίσιμο εν προκειμένω να εξετασθεί το επίπεδο παραπληροφορήσεως Ελλήνων παραγόντων από αμερικανικές πηγές, οι οποίες είχαν κάθε συμφέρον να παρουσιάσουν πλαστά στοιχεία (όπως συνέβη και με τις διαδόσεις περί μετακινήσεως σοβιετικών δυνάμεων στην Βουλγαρία) ώστε να αποθαρρύνουν την Ελλάδα από πολεμική δράση.
(*)
Η μελέτη των εκθέσεων του Νιχάτ Ερίμ συντείνει στο αυτό συμπέρασμα, ότι η Τουρκία αντιλαμβανόταν την Κύπρο ως ζωτικό συστατικό της ασφαλείας της.
Περισσότερα για τις εκθέσεις αυτές σε παλαιότερο άρθρο των “Ανιχνεύσεων”.
https://www.anixneuseis.gr/από-τον-erim-στον-davutoglu/
(σε υπερσύνδεσμο εντός του κειμένου περιέχεται ψηφιοποιημένο το σύνολο των εκθέσεων, όπως τις διέσωσε ο Ν. Σαρρής)
Πως επηρέασε τα αμυντικά δόγματα της Ελλάδας, η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974, με την ανοχή των συμμάχων της; Η Ελλάδα πράγματι μετέβαλε την αμυντική πολιτική της, μετά από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, καθώς έγινε αντιληπτό πως α) μια απόβαση της Τουρκίας σε νησιά ήταν δυνατή, και β) ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος στην Κύπρο, εξέθετε την Ελλάδα στον κίνδυνο τουρκικής εισβολής, και κατάληψης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου – καθώς το σύνορο στον Έβρο θεωρείται οχυρωμένο. Έτσι, μετά το 1974, η Ελλάδα ορθά στρατιωτικοποίησε τα μεγάλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου. Παρόλα αυτά όπως αποδείχτηκε στην Κρίση των Ιμίων το 1996, μικρότερα νησιά και βραχονησίδες αποτελούν και αυτά στόχο της Τουρκίας, και είναι δυνατόν να καταληφθούν. Τέλος, η Ελλάδα λόγω της δυνατότητας των Η.Π.Α. να αδρανοποιήσουν τα ελληνικά όπλα, που βασίζονταν στην αμερικανική τεχνολογία, ως τρόπου αποκλεισμού ενός ελληνοτουρκικού πολέμου με αμερικανική παρέμβαση σε βάρος της Ελλάδας, προμηθεύτηκε μία σειρά όπλων, από την Γαλλία και την Ρωσία.
Υπήρχε στρατιωτική δυνατότητα της Ελλάδας να πολεμήσει με την Τουρκία στην Κύπρο το διάστημα από 24 Ιουλίου έως 14 Αυγούστου 1974; Η Ελλάδα είχε συγκεκριμένες στρατιωτικές δυνατότητες που επέτρεπαν ένα σοβαρό πλήγμα κατά των Τούρκων στην Κύπρο, όμως με κόστος σε βάρος των όπλων που θα χρησιμοποιούσε. Δεν γνωρίζουμε εάν η Τουρκία σταματούσε την συνεχή αποβίβαση δυνάμεων στην Κύπρο μεταξύ του Αττίλα Ι και του Αττίλα ΙΙ. λόγω ενός τέτοιου πλήγματος – πάντως, το κόστος θα ήταν μεγάλο για την Ελλάδα, και η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος εξαιρετικά αμφίβολη. Αμφίβολη για πολλούς λόγους που δεν αναφέρονται παρά συνοπτικά στο άρθρο – όπως οι μαζικές λιποταξίες στην Κύπρο που ήταν γνωστές στην Τουρκία μαζί με τις θέσεις των μονάδων στην Κύπρο, λόγω της συμμετοχής των Τούρκων σε αυτοψίες και καταμετρήσεις του Ο.Η.Ε., αλλά και η αποτυχία της επιστράτευσης στην Ελλάδα. Κοντολογίς, η ελλαδική και κυπριακή κοινωνία δεν είχε ούτε πολεμική ψυχολογία ούτε ηθικό αμυντικής αντίστασης το 1974, και ακόμη και αν η Ελλάδα επιτύγχανε κάποιο σοβαρό πλήγμα στους Τούρκους στο μεσοδιάστημα του Αττίλα Ι και Αττίλα ΙΙ, λόγω των λιποταξιών στο νησί δεν υπήρχαν σοβαρές χερσαίες δυνάμεις να τους σταματήσουν, ούτως ή άλλως, και οι Τούρκοι το γνώριζαν.
Γενικότερα εξάλλου, η έλλειψη πολεμικής διάθεσης των Ελλήνων των τελευταίων, πολλών δεκαετιών είναι ευρέως γνωστή και προφανώς ο Μεταξάς ήταν ο τελευταίος που είχε προετοιμάσει την Ελλάδα και την κοινωνία της, για πόλεμο. Προφανώς, ο ελληνισμός τόσο το 1974 όσο και από το 1974 έως σήμερα, δεν έχει αποδείξει πως έχει την δύναμη να αντιμετωπίσει σε έναν πόλεμο την Τουρκία, ενώ αντιστρόφως η Τουρκία έχει δείξει πως έχει μεγαλύτερη ισχύ – στον ορισμό της οποίας συμπεριλαμβάνονται ως γνωστόν εκτός από τα στρατιωτικά μέσα και η αποφασιστικότητα. Με ρεαλιστικούς όρους, για τους εξωτερικούς παρατηρητές, η Τουρκία θεωρείται ισχυρότερη, και αντικειμενικά, εκ των πραγμάτων είναι. Η ανάγκη περαιτέρω ισχυροποίησης της Ελλάδας προβάλλεται στην ελληνική κοινωνία από μέρος των ιθυνόντων της, σαν το όραμα της αντιγραφής του Ισραήλ ως ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης των Τούρκων – όμως η ελληνική κοινωνία δεν έχει προβεί σε αυτήν την επιλογή, και δεν διαφαίνεται πως θα προβεί σε αυτήν.
(I) Ορθώς η Ελλάδα έλαβε τα μέτρα της στο Αιγαίο μετά το 1974. Αλλά η ανυπαρξία χερσαίων δυνάμεων σε αυτά, τότε, δεν συνεπαγόταν την αυτόματη κατάκτησή τους, σε περίπτωση που το επιχειρούσε η Τουρκία, διότι:
i. Δεν υφίσταντο οι περιορισμοί αποστάσεως της Κύπρου, για να αντιτάξει αεροναυτική άμυνα η Ελλάδα.
ii. Πιθανή επιθετική ενέργεια της Τουρκίας στο Αιγαίο θα προϋπέθετε απόσπαση αεροναυτικών δυνάμεων από το θέατρο επιχειρήσεων της Κύπρου, αδυνατίζοντας την εκεί θέση της.
Τουναντίον, εκτιμώ ότι τα νησιά μας κατέστησαν περισσότερο ευάλωτα, ακριβώς λόγω της αποστασιοποιήσεώς μας από την Κύπρο, καθώς η απροθυμία μας να εμπλακούμε εκεί αδυνάτισε την αποτρεπτική μας αξιοπιστία.
(II) Μια κρίσιμη τεχνική διευκρίνιση ως προς τα αμερικανικής κατασκευής όπλα της εποχής. Τα περί επιλογής ακαριαίας αδρανοποιήσεώς τους είναι παντελώς ανυπόστατα.
Η μόνη περίπτωση που κάτι τέτοιο είναι συζητήσιμο είναι το F35, η συντήρηση του οποίου απαιτεί δικτυακή διασύνδεση με την κατασκευάστρια εταιρεία.
Σε κάθε άλλο σύστημα, η δυνατότητα ελέγχου επ’ αυτού από τις ΗΠΑ περιορίζεται στην ροή ανταλλακτικών. Όπερ σημαίνει απλώς σταδιακή απομείωση των διαθεσίμων αριθμών σε βάθος χρόνου.
Το εμπάργκο στην Τουρκία (είτε το επίσημο, μετά το 1974, είτε το ανεπίσημο, προ μερικών ετών) επηρέασε την αεροπορική της ισχύ, αλλά δεν οδήγησε σε αφανισμό της.
Άλλο ακραίο αντιπαράδειγμα είναι ότι αμερικανικά αεροσκάφη του Ιράν χρησιμοποιήθηκαν κανονικότατα στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, την δεκαετία του ’80, παρά την διακοπή κάθε αμερικανικής βοήθειας στο Ιράν, μετά την ανατροπή του Σάχη.
Τυχαίο πως ακριβώς αυτό το επιχείρημα επικαλέστηκε και ο Πάγκαλος για την υποχώρησή μας στα Ίμια;
https://www.anixneuseis.gr/λέτε/#comment-980128
(III) Οι λιποταξίες δεν είναι μόνιμο χαρακτηριστικό, σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με το ηθικό και την περιρρεόυσα ατμόσφαιρα. Μια αποφασιστική κίνηση της Ελλάδος, ή μια αλλαγή στρατιωτικής ηγεσίας ήταν δυνατόν να επιφέρει άμεσα αποτελέσματα στον τομέα του ηθικού.
Παραπέμπω στο παράδειγμα του στρατηγού Μουτούση, στην μάχη του Μοράβα, το 1940 και πώς η αιφνίδια ανάθεση σε αυτόν διοικήσεως ανέτρεψε άρδην την μαχητική κατάσταση της ΧΙΙΙ μεραρχίας.
https://slpress.gr/istorimata/dyo-diatages-skiagrafoyn-to-epos-toy-1940/
(IV) Ακριβώς επειδή η πολιτική βούληση είναι συντελεστής ισχύος, η Ελλάδα δεν έπρεπε να μειώσει οικειοθελώς την δική της, αρνούμενη πεισματικώς, επισήμως και από δημοσίων βημάτων – από το 1974 και εντεύθεν – την προσφυγή σε όπλα.
Το διάγγελμα Καραμανλή, στις 14/8/1974, την ίδια ημέρα που ξεκινούσε ο “Αττίλας-ΙΙ” είναι κραυγαλέο παράδειγμα προς αποφυγήν.
https://x.com/giorgoslarkos/status/1285090699688517632
Είναι θεμιτό – μέχρι ενός σημείου – να αποφύγεις μια πολεμική αναμέτρηση, κρίνοντας ότι οι γενικότερες συνθήκες δεν σε ευνοούν, αλλά απαράδεκτο να κοινοποιείς την απόφασή σου αυτήν urbi et orbi!
Για να επανέλθω στο αρχικό ζήτημα, το θεμελιώδες ερώτημα – κατά την άποψή μου – δεν είναι αν η Ελλάδα ΜΠΟΡΟΥΣΕ να αντιδράσει, παρά αν ΕΠΡΕΠΕ.
α) Προφανώς και ήταν άφρων ενέργεια το πραξικόπημα στην Κύπρο, όπως άφρων θα ήταν και μια απαράσκευη επιθετική κίνηση της Ελλάδος κατά της Τουρκίας.
β) Στις 20/7 ο πόλεμος ήταν γεγονός, όχι επιλογή.
γ) Οι συνθήκες ήταν μεν πολύ δυσμενέστερες, σε σύγκριση με την προ της 20ης/7 κατάσταση, αλλά όχι εντελώς απαγορευτικές για την πιο ενεργή ανάμειξή μας.
δ) Η αναδίπλωσή μας και η αποχή μας από πολεμικές επιχειρήσεις είχαν μακροπρόθεσμη αρνητική επίπτωση στην αποτροπή μας έναντι της Τουρκίας και στην στρατηγική μας παρουσία στην ευρύτερη περιοχή, ενδεχομένως μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα είχε μια αποτυχημένη απόπειρα στρατιωτικής μας επεμβάσεως.
https://www.anixneuseis.gr/η-ώρα-της-κρίσης-πλησιάζει-τι-θα-γίνει/#comment-874903
ε) Όπως έχω γράψει και για τα Ίμια, “μεγαλύτερη αποτυχία από μια στιγμιαία ήττα είναι η μοιρολατρική αποδοχή του τετελεσμένου και η παραίτηση από την προσπάθεια ανατροπής του”.
https://kak-ies.blogspot.com/2022/02/blog-post.html
Αυτό συνέβη και με την Κύπρο, μετά το 1974, καθώς όχι μόνον δεν αποκτήσαμε συνεπή στρατηγική έκτοτε, αλλά διολισθαίνουμε συνεχώς προς τις θέσεις της Τουρκίας, με διαρκείς – ανεπαίσθητες ή μεγαλύτερες – υποχωρήσεις.
Και στο σημείο ε) συναντώ την απαισιόδοξη κατακλείδα σας, για το αδιέξοδο της ελληνικής κοινωνίας ως προς την αντιμετώπιση της – συνεχώς ισχυροποιουμένης – Τουρκίας, το οποίο, ωστόσο, θα προτιμούσα να καυτηριάζουμε και να εξετάζουμε πώς θα άρουμε, παρά να δικαιολογούμε ως κάτι νομοτελειακό.
ΥΓ:
Είναι πολύ εύστοχος ο παραλληλισμός του αντιστρατήγου Γκαρτζονίκα (στην πηγή (ii) του πρώτου μου σχολίου) του ελληνικού διλήμματος του 1974 με εκείνου του 1941, για το αν και πώς θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί η γερμανική εισβολή, η έκβαση της οποίας ήταν σχεδόν αναπόδραστη, λόγω του συσχετισμού ισχύος.
https://strategein.gr/wp-content/uploads/2019/01/2-ΚΥΠΡΟΣ-74-ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ-ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ-ΚΑΙ-ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ-ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ.pdf
Και μία σύντομη παρέκβαση για τα εξοπλιστικά.
Είναι αστείο να προβάλλεται αφ’ ενός ως επιχείρημα για την ελλαδική απραξία του 1974 πως 22 Phantom δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τις επιχειρήσεις, αφ’ ετέρου η αγορά μόλις 24 Rafale, σήμερα, να χαρακτηρίζεται ως αποφασιαστική για την ανατροπή – υπέρ ημών – της αεροπορικής ισορροπίας στο Αιγαίο, η δε πρόθεση προμήθειας άλλων 20 F35 (κατά το 2030, ή αργότερα) να κάνει τον λαλίστατο υπουργό Γεωργιάδη να μιμείται τον Ερντογάν, καυχώμενος ότι μπορούμε να βομβαρδίσουμε νύχτα στην Άγκυρα, χωρίς να μας αντιληφθούν!
https://x.com/ellada24/status/1815285871622389768
Σημειωτέον ότι το τότε τεχνολογικό χάσμα μεταξύ των Phantom και των F100 (που αποτελούσαν τον κορμό της τουρκικής αεροπορίας) ήταν πολύ μεγαλύτερο από αυτό μεταξύ Rafale και F16, σήμερα.
Το συμπέρασμα είναι ότι δεν υφίσταται σοβαρή στρατιωτική ανάλυση στην Ελλάδα, παρά οι πολιτικοί (και οι συν αυτοίς δημοσιογράφοι) χρησιμοποιούν την επάρκεια (ή μη) στρατιωτικών μέσων, κατά το δοκούν, προκειμένου να καλύψουν τα δικά τους ελλείμματα…
Αγαπητέ κ. Τσουκαλά ,κοντά δέκα χρόνια κάθε 15Αύγουστο καταγράφω εν περιλήψει αυτά που εσείς γράψατε στο άρθρο σας ,αλλά όπως και τώρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε συνέλληνες που την προδοσία της Κύπρου την ”αφιερώνουν ” όχι στον Ιωαννίδη αλλά στον Καραμανλή με τελική επωδό από την εποχή της Πασοκοκρατίας ότι γιαυτό δεν ανοίγει ο Φάκελος της Κύπρου.
Η αντικαραμανλική στάση των χουντικών και των πασόκων-που στην προκειμένη περίπτωση ταυτίσθηκαν απολύτως -συνέβαλε στο να παραμείνει ακόμη ο μύθος αυτός , που βρήκε και την προπαγανδιστική φράση, η οποία ουδέποτε ελέχθη δημοσίως από τον Καραμανλή ”η Κύπρος κείται μακράν”.
”Ταράξατε και εσείς τα νερά” με το άρθρο ,αλλά θα γραφούν ”σεντόνια” σχολίων για να ”κομματιάσουν” τις αλήθειες και την συλλογιστική σας για το διάστημα από 15 Ιουλίου-15 Αυγούστου , 1974, που εγώ γνώρισα και εβίωσα ως Αξιωματικός της τότε Χωροφυλακής.
Θα μου επιτρέψετε μια διόρθωση ιστορικώς καταγεγραμμένη .
Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία άρχισε από την επομένη του Δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου 1974 .
Ως τότε είχαμε Προεδρική Δημοκρατία , που είχε ψηφισθεί από το Δημοψήφισμα αμ της 29ης Ιουλίου 1973 με πρώτο Πρόεδρο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και Αντιπρόεδρο τον Στρατηγό Οδυσσέα Αγγελή -τον μόνο κυριολεκτικά ”πιστό και φιλότιμο στρατιώτη” ,που αυτοκτόνησε στην Φυλακή- και δεύτερο -μετά το Κίνημα του Ιωαννίδη εναντίον του δειλού Γεωργίου Παπαδοπούλου στις 25 Νοεμβρίου 1973- τον Στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη, που στις 23 Ιουλίου 1974 ανέλαβε την πρωτοβουλία να παραδώσει την κυβέρνηση στους πολιτικούς και να ορκίσει τον Καραμανλή ως πρωθυπουργό τα χαράματα της 24ης Ιουλίυ1974 παραμένοντας ως Πρόεδρος μέχρι το Δημοψήφισμα για το Πολιτειακό .
Παραιτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1974 .
Στη συνέχεια είχαμε την ”αυγή” αυτού που εσείς ορίζετε ως Γ’ Ελληνική Δημοκρατία , η οποία ”πολιτογραφήθηκε ” ως τέτοια με την ψήφιση του Συντάγματος τον Ιούνιο υ 1975.
Να είστε καλά.
Επιτρέψτε μου μια διόρθωση για το αυγουστιάτικο διάγγελμα Καραμανλή, που εμμέσως απαντά και στο ζήτημα με την περιβόητη φράση “η Κύπρος κείται μακράν”.
Στο απόκομμα εφημερίδος που παρέθεσα προηγουμένως (σχόλιο στις 17:19) αναφέρεται ως ημέρα του διαγγέλματος η Τετάρτη. Και ανατρέχοντας σε ημερολόγιο του 1974, η Τετάρτη ήταν η 14η του μηνός.
https://x.com/giorgoslarkos/status/1285090699688517632
Όμως, μετά από διασταύρωση με άλλες πηγές, φαίνεται πως πρόκειται για τυπογραφικό λάθος της συγκεκριμένης εφημερίδος και πως το διάγγελμα έλαβε χώρα το βράδυ της 15ης/8/1974.
Ιδού άλλη μια εφημερίδα εποχής, που αναφέρει την ορθή ημερομηνία.
http://efimeris.nlg.gr/ns/pdfwin_ftr.asp?c=106&pageid=-1&id=26580&s=0&STEMTYPE=0&CropPDF=0
Ενώ και στο “Εθνικό Οπτικοακουστικό Αρχείο” υπάρχει σχετκό τεκμήριο με ημερομηνία 15/8.
http://www.avarchive.gr/portal/digitalview.jsp?get_ac_id=1136&thid=2036
Δυστυχώς, το απόσπασμα των “Επικαίρων” δεν περιλαμβάνει την πλήρη ομιλία Καραμανλή, παρά μόνον τμήματά της.
Ως προς την επίμαχη φράση για την Κύπρο, όντως δεν ειπώθηκε ποτέ, με την συγκεκριμένη διατύπωση.
Τα ακριβή λόγια του τότε πρωθυπουργού ήταν τα εξής (όπως αποδεικνύεται από αμφότερες τις εφημερίδες):
“Η ένοπλος αντιμετώπισις των Τούρκων εις Κύπρον καθίστατο αδύνατος, και λόγω αποστάσεως, και λόγω των γνωστών τετελεσμένων γεγονότων. Και δεν ήτο δυνατόν να επιχειρηθή χωρίς τον κίνδυνον εξασθενήσεως της αμύνης ταύτης της Ελλάδος.”
Εννοιολογικώς, λοιπόν, αυτό το “λόγω αποστάσεως” είναι ισοδύναμο με το “κείται μακράν”.
Όπως και το “alors, c’ est la guerre” του Μεταξά κατέστη ταυτόσημο του “όχι”.
Εγώ περίμενα απάντηση από τον κ. Τσουκαλά, αλλά εσείς βιασθήκατε ως ”κολοκοτρωνέϊκος σουγιάς”.
Το ΟΧΙ καλώς καιθιερώθηκε στα χείλη του Μεταξά.
Το άλλο ήταν υποβολιμαίο για να απαλλάξει από την πρωτοφανή βλακεία-προδοσία της Κύπρου τον Ιωαννίδη ”και τα άλλα παιδιά” και να ενοχοποιήσει τον ευεργέτη της Ελλάδος και των Ελλήνων -και εκείνη την εποχή-Κωνσταντίνο Καραμανλή- γιαυτό και επαναλαμβάνεται σε κάθε ευκαιρία.
Λέτε να φταίει που ο Καραμανλής δεν κατάγεται από την νότιο Ελλάδα ,η οποία καθώς μου έλεγε ένας συνάδελφος και φίλος-αν τον είχε γεννήσει- θα είχε τοποθετήσει άγαλμά του σε κάθε χωριό της;;;.
ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΑΥΤΟΣ Ο ΤΟΠΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΙΚΡΟΕΛΛΑΔΙΣΜΟΣ .