Βασίλης Ξυδιᾶς antifono.gr
Ὑπάρχει κάτι ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐκληφθεῖ ὡς οὐσία τοῦ Ἑλληνισμοῦ; Καὶ ἂν ναί, τὶ σχέση ἔχουμε μ’ αὐτὸ οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες; Καὶ διατηρεῖ αὐτὸ κάποια γενικότερη ἀξία γιὰ τὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα στὶς μέρες μας;1
Πολλὰ ἔχουν εἰπωθεῖ κατὰ καιρούς. Κατ’ ἐμὲ τὸ νῆμα ποὺ συνδέει τοὺς ἀρχαίους μὲ τοὺς σύγχρονους Ἕλληνες εἶναι τραγικὴ βίωση τῆς πολιτικῆς. Πρόκειται γιὰ δύο τινά. Τὸ ἕνα εἶναι ἡ διατύπωση κατ’ ἀρχὴν τοῦ πολιτικοῦ αἰτήματος ὡς αἰτήματος ἀληθείας (αὐτόβουλη ἐναρμόνιση τῶν συμπολιτῶν μεταξὺ τους, μὲ τὸν κόσμο καὶ μὲ τὸν ἑαυτό τους), καὶ τὸ ἄλλο ἡ συνειδητοποίηση, σὲ δεύτερο ἢ καὶ σὲ πρῶτο χρόνο, τῆς ἐγγενοῦς ἀδυναμίας τῆς ἀνθρωπότητας νὰ πραγματώσει αὐτὸ τὸ αἴτημα. Πολλοὶ ἐντοπίζουν τὴν ἑλληνικὴ καινοτομία στὴ θεσμικὴ ἐφεύρεση τῆς δημοκρατίας, καὶ δὴ τῆς ἀθηναϊκῆς. Τὸ σπουδαῖο εἶναι πὼς στὴν ἀπόπειρα γιὰ πολιτικὴ αὐτοθέσμιση – εἴτε δημοκρατική, εἴτε ὁλιγαρχική – οἱ Ἕλληνες εἶδαν τὴ δυνατότητα ὑπέρβασης τοῦ παλιοῦ πατριαρχικοῦ κόσμου, τοῦ κόσμου τῶν δεσμῶν αἴματος, μὲ ὅρους ἀληθείας (ταυτόχρονα συλλογικῆς, συμπαντικῆς καὶ προσωπικῆς).2
Ἴσως καὶ ἄλλοι λαοί, ἄλλες κουλτοῦρες, νὰ ἔχουν προσεγγίσει τὸ ζήτημα μὲ παρόμοιους τρόπους. Ἔχω ὅμως τὴν ἐντύπωση πὼς τὸ ἰδιαίτερα ἑλληνικὸ εἶναι ἡ ἰσόρροπη ἀκροβασία ἀνάμεσα στοὺς δύο ὅρους τοῦ προβλήματος: ἡ ἐμμονὴ στὸ αἴτημα τοῦ πολιτικῶς ἀληθεύειν, μαζὶ μὲ τὴ συναίσθηση τοῦ ἀτελέσφορου χαρακτῆρα του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ καθιστᾶ τραγικὴ τὴν ἑλληνικὴ βίωση τῆς πολιτικῆς.
Σ’ αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ἱστορικὴ ἐπίγνωση θεμελιώθηκε τὸ πάντρεμα τοῦ ἑλληνισμοῦ μὲ τὸν χριστιανισμό. Εἶχαν προηγηθεῖ οἱ Ρωμαῖοι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λύσει τὸ πρόβλημα μὲ τὸν δικό τους τρόπο. Παραιτούμενοι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ἀληθείας εἶχαν ἀναιρέσει τὸν τραγικὸ χαρακτῆρα τῆς πολιτικῆς, ταυτίζοντας τὴν ἐξουσία μὲ τὴν ἰσχὺ καὶ τὴν ἐναρμόνιση μὲ τὴν εἰρήνη, ἢ πιὸ σωστὰ τὸν μὴ-πόλεμο. Ὅμως τὸ χριστιανικὸ εὐαγγέλιο εἰσήγαγε ἕναν ἐντελῶς νέο, πνευματικὸ τρόπο ὑπέρβασης τῆς ἔντασης μεταξὺ πολιτικῆς καὶ ἀληθείας. Μὲ τὸ «ἐδῶ καὶ ὄχι ἀκόμα», μὲ τὴ διάκριση τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν Καίσαρα, καὶ μὲ τὴν προτίμηση τῆς θυσίας ἀπὸ τὴν ἰσχύ, ἡ Ἐκκλησία ἐπέλυσε τὸ ἑλληνικὸ πρόβλημα χωρὶς νὰ καταργήσει κανέναν ἀπὸ τοὺς ὅρους του. Ἡ νέα αὐτὴ πνευματικότητα ἔδωσε τὴ δυνατότητα γιὰ μιὰ μεγάλη πολιτισμικὴ ἀνασύνθεση τῆς τραγικῆς ἑλληνικῆς μεταφυσικῆς μὲ τὴ ρεαλιστικὴ ρωμαϊκὴ πολιτειολογία. Ἡ ἱσορροπία ἦταν ἀσταθὴς καὶ τὰ θεσμικὰ ἐπιτεύγματα εὔθραυστα· παρ’ ὅλα αὐτὰ ἀπετέλεσαν τὴν πνευματικὴ καὶ ψυχολογικὴ βάση μιᾶς αὐτοκρατορίας ποὺ μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο ἐπιβίωσε ἕντεκα ὁλόκληρους αἰῶνες.
Ἡ πολιτικὴ κατάρρευση τοῦ Βυζαντίου ἄφησε τὸ ἱστορικὸ πεδίο ἐντελῶς ἐκτεθημένο στὴν πνευματικὴ ἀντιπρόταση τῶν Φράγκων, οἱ ὁποῖοι, γιὰ μιὰ ἀκόμα φορά μετὰ τοὺς ἀρχαίους Ρωμαίους, ἐπαγγέλθηκαν τὴν ἀναίρεση τῆς πολιτικῆς τραγικότητας. Ὅμως ἂν οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι τὸ εἶχαν κάνει πριμοδοτώντας τὸν ρεαλισμὸ (δηλαδὴ τὴν ἰσχὺ) σὲ βάρος τῆς μεταφυσικῆς (δηλαδὴ τῆς ἀλήθειας), ἡ Καρολίνια θεολογία ἀκολούθησε τὴν ἀντίστροφη ὁδό. Ἐπαγγέλθηκε τὴν κατίσχυση τῆς μεταφυσικῆς (τῆς Πολιτείας τοῦ Θεοῦ) ἐπὶ τῆς γήινης πραγματικότητας. Ἔκτοτε, καὶ μέχρι τὶς μέρες μας, ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς συνθλίβεται ἀπὸ τὸ δίλημμα μεταξὺ ὠμοῦ ρεαλισμοῦ καὶ διαφόρων οὐτοπικῶν παραδείσων. Ἀδυνατεῖ νὰ σχετικοποιήσει τὰ πολιτικὰ προγράμματα ἐπειδὴ ἀκριβῶς δὲν ἔχει συναίσθηση τοῦ τραγικοῦ τους χαρακτῆρα – γιὰ νὰ ἀποδειχθεῖ κάθε φορὰ πὼς ὁ ἐκάστοτε οὐτοπικὸς παράδεισος δὲν εἶναι παρὰ ὁ προθάλαμος μιᾶς ἀντίστοιχης ρεαλιστικῆς κόλασης.
Οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες – καὶ ὄχι μόνο3 – ζοῦμε ὑπὸ ἕνα διπλὸ βάρος: Ἐνταγμένοι ἔτσι κι ἀλλιῶς στὸ πλαίσιο τῶν δυτικῶν θεσμῶν καὶ τῆς ἀντίστοιχης πολιτειολογείας ποὺ ἐπικρατοῦν διεθνῶς, βιώνουμε τὸ δυτικὸ δίλημμα ὅπως ὅλοι οἱ λαοί, ἀλλὰ βιώνουμε ἐπιπροσθέτως καὶ ἕνα βαθὺ ψυχικὸ χάσμα πρὸς ὅλα αὐτά. Ἕνα χάσμα ποὺ δὲν ὀφείλεται στὶς ἀνατολίτικες, δῆθεν, ἐμμονές μας, ἀλλὰ στὴν ὑποσυνείδητη, ἔστω, συναίσθηση τοῦ τραγικοῦ χαρακτῆρα κάθε πολιτικοῦ θεσμοῦ καὶ κάθε πολιτικοῦ σχεδίου. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτὴ μιὰ ἐκ νέου συνειδητὴ ἐπίκληση τῆς «ἑλληνικῆς ἰδιαιτερότητας» θὰ εἶχε νόημα μόνο σὰν μιὰ ἀφετηρία γιὰ τὴν ἐπανεισαγωγὴ τῆς τραγικῆς συναίσθησης τοῦ πολιτικοῦ διεθνῶς4, ἐπαναφέροντας ὅμως μαζὶ καὶ τὸ μεταφυσικὸ αἴτημα τοῦ ἀληθεύειν, ποὺ τώρα κοιμᾶται στὰ βαθύτερα ὑποστρώματατα τῆς συλλογικῆς μας συνείδησης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Μὲ τὸ σημείωμα αὐτὸ συνεχίζω τὸν προβληματισμὸ ποὺ ξεκίνησα στὸ προηγούμενο τεῦχος τοῦ ΚΟΙΝΟΥ, στὸ ἄρθρο «Ἡ Ἑλλάδα ἐπιτέλους πεθαίνει. Ἑπτὰ σκέψεις γιὰ ἕναν ἀναστάσιμο ἐθνικὸ ριζοσπαστισμό» (ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, τεῦχος 2, Μάρτιος 2018, σελ. 19-20).
2 Ἔχω προσπαθήσει νὰ περιγράψω ἀναλυτικὰ τὴ διαδρομὴ αὐτὴ ἀπὸ τοὺς προσωκρατικοὺς φυσικοὺς φιλοσόφους στοὺς τραγικοὺς ποιητές, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸν Σωκράτη καὶ τοὺς διαδόχους του σὲ ἕνα παλιότερο ἄρθρο μου (Από την πόλη στην εκκλησία, Αναλόγιον, τεῦχος 3, 2002, σελ. 23-31).
3 Προφανῶς ὑπάρχουν κι ἄλλοι λαοὶ ἐκτὸς ἀπὸ Ἕλληνες μὲ ἀνάλογα ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ βιώματα. Θὰ μποροῦσα μὲ σχετικὴ βεβαιότητα νὰ ἀναφέρω τοὺς λαοὺς μὲ Κελτικὴ προέλευση.
4 Στὸ ἴδιο μῆκος κύματος κινεῖται καὶ ὁ Ἄγγελος Καλογερόπουλος, ποὺ στὸ εἰσαγωγικό του σημείωμα στὸ πρῶτο τεῦχος τοῦ Κοινοῦ γράφει: «Ἂν ὅμως ἡ συζήτηση γιὰ τὴν “ἑλληνικὴ ἰδιαιτερότητα” δὲν ἔχει οἰκουμενικὸ ἐνδιαφέρον, τότε δὲν ἔχει κανένα ἐνδιαφέρον». (“Γιὰ μιὰ μεγάλη ἀνατροπή”, ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, τεῦχος 1, Νοέμβριος 2017, σελ. 3).
Ἀρχική δημοσίευση: ΤΟ ΚΟΙΝΟΝ, τεῦχος 3, Ἰούνιος 2018, σελ. 3. (Ἀναδημοσιεύεται στὸ Ἀντίφωνο μὲ λίγες ἐπουσιώδεις γλωσσικὲς διορθώσεις).
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα είναι έργο του Χρήστου Μποκόρου.
πηγή κειμένου: Aντίφωνο