Κάθε φορά που η Αθήνα οδηγείται σε αδιέξοδο ή αδυνατεί να χειριστεί τις σχέσεις της με την Τουρκία –η οποία από το φθινόπωρο του 1967 (και ειδικά μετά το φιάσκο της συνάντησης του Έβρου όταν συνειδητοποίησαν στην Άγκυρα πως την Ελλάδα κυβερνούσαν κάποιοι γραφικοί γαλονάδες της σειράς– την πιέζει συστηματικά και ασφυκτικά και με στόχο να δορυφοροποιήσει την εξωτερική της πολιτική, εμφανίζονται στον αθηναϊκό Τύπο άρθρα και σχόλια που στοχοποιούν την Κύπρο ως την πηγή κακοδαιμονίας όλων των προβλημάτων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Το φαινόμενο αυτό –που επαναλαμβανόμενο έχει καταντήσει πλέον… φάρσα– χρήζει ανάλυσης σε βάθος, αλλά μιας ανάλυσης που να προέρχεται από ψυχαναλυτές και ψυχολόγους παρά από πολιτικούς αναλυτές. Θεωρώ πως μπορούμε να ταυτίσουμε τις κατά καιρούς πολιτικές –αν μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει ως τέτοιες– των διαφόρων ελλαδικών κυβερνήσεων (συμπεριλαμβανομένων και των χουντικών) επί ζωτικών για την Ελλάδα ζητημάτων όπως το Κυπριακό και το Αιγαίο, με ετερόφωτες κοσμοθεωρίες και ιδεοληψίες, αλλά και με τον καριερισμό (κατάληψη καρέκλας και χαμέρπεια για εξέλιξη) συγκεκριμένων διπλωματών, πολιτικών και πανεπιστημιακών καθηγητών.
Παραδείγματα τέτοιων «πεφωτισμένων» διπλωματών –και περιορίζομαι σε αυτούς– εμφανίστηκαν ανά δεκαετία στη μεταπολεμική περίοδο. Στη δεκαετία του 1950, για παράδειγμα, έλαμψε το άστρο του Άγγελου Βλάχου, στη δεκαετία του 1960 του Τζον Σωσσίδη, στη δεκαετία του 1970 του Ξανθόπουλου-Παλαμά και στη δεκαετία του 1980 και μετά του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου.
Περιορίζομαι στις τέσσερις αυτές περιπτώσεις διότι μαζί εκπροσωπούν επάξια τον ιδεολογικό στραβισμό του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών –και των παρακοιμώμενών του– καθώς και την αντίληψη ότι η Ελλάδα δεν έχει αυτοτελή συμφέροντα που πρέπει να υπερασπιστεί, αλλά θα πρέπει να εξαρτάται για την επιβίωσή της από την καλή θέληση τρίτων, κυρίως της Ουάσινγκτον και τη «μεγαλοψυχία» της Άγκυρας. Ωστόσο, θα πρέπει να υπομνήσω εξαρχής πως από τους τέσσερις, ο μόνος που προβληματίστηκε, αναστοχάστηκε και τοποθετήθηκε δημόσια για τις λανθασμένες του εκτιμήσεις στα Ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό ήταν, προς τιμήν του, ο κ. Θεοδωρόπουλος.
Δυστυχώς, όμως, κανείς από τους θιασώτες και για χρόνια υμνητές του στα πανεπιστήμια δεν προβληματίστηκαν από την 180 μοιρών αλλαγή του γκουρού τους. Τον αγνόησαν γιατί έφερε τούμπα τις ετερόφωτες θεωρήσεις για τα πράγματα που για δεκαετίες κυριαρχούσαν στα ελληνοτουρκικά και τους καθοδηγούσαν. Αυτό είναι το πρόβλημα με τους ιδεοληπτικούς. Παραμένουν εσαεί ετερόφωτοι. Είναι ανίκανοι να αναστοχαστούν. Βολεύονται με κλισέ που υποκαθιστούν την αδυναμία τους για κριτική σκέψη. Και σε κάθε αδιέξοδο επιτίθενται παβλόβια, λοιδορώντας την Κύπρο και τον λαό της.
Για τον Άγγελο Βλάχο, που αποτελεί τον «πνευματικό» πατέρα όλων όσων χρησιμοποιούν γλώσσα χαμαιτυπείου όποτε γράφουν ή αναφέρονται στην Κύπρο, ακόμα και στις μέρες μας, θα περιοριστώ σε δυο σχόλια. Υπηρέτησε με ευλάβεια τη χούντα Παπαδοπούλου-Ιωαννίδη και παραιτήθηκε τις παραμονές του πραξικοπήματος για να στείλει, λέει ο αθεόφοβος, ένα μήνυμα στον Μακάριο (που δεν υπάρχει υβριστικό επίθετο με το οποίο δεν τον κόσμησε) να λάβει τα μέτρα του και να προστατευθεί! Στην πραγματικότητα όμως, άλλα ήταν τα κίνητρα της παραίτησής του. Η χούντα του Ιωαννίδη αρνήθηκε να τον στείλει πρέσβη σε ευρωπαϊκή πρωτεύουσα της επιλογής του –για να επισκέπτεται το αγαπημένο του εστιατόριο, όπως εκμυστηρεύτηκε– και, κάνοντας την ανάγκη αρετή, παραιτήθηκε για «εθνικούς λόγους». Ο δε ρόλος του μεγάλου αυτού διπλωμάτη για το άνοιγμα του Αιγαίου στους Τούρκους το 1974, με την καταστροφική απόφαση αποχώρησης από τη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ και για τον οποίο ρόλο περηφανεύεται στο τελευταίο του βιβλίο, αποτελεί ένα άλλο ενδιαφέρον κεφάλαιο της καριέρας του.
Για τον Ξανθόπουλο-Παλαμά τι να πρωτογράψει κανείς; Υπηρέτης και αυτός της χούντας, εξελίχθηκε στον κατεξοχήν φορέα πιέσεων κατά του Μακαρίου θέτοντας τον τελευταίο υπό τριπλή πίεση των Αμερικανών, της χούντας του Νιχάτ Ερίμ και της χούντας του Παπαδόπουλου. Αμερικανοί και Τούρκοι είχαν καταλήξει τότε (1972) σε συγκεκριμένη πολιτική που στόχευε στον πολιτικό ευνουχισμό του Μακαρίου. Ποια ήταν όμως η πραγματική πολιτική του Ξανθόπουλου-Παλαμά και της χούντας; Ήταν πρωτίστως η επιβίωσή τους. Επεδίωκαν να ικανοποιήσουν Ουάσινγκτον και Άγκυρα, ώστε η χούντα τους να αναπνέει και να διαιωνίζεται. Αυτό και τίποτα άλλο. Η εντολή που πήραν από τους Αμερικανούς ήταν «να κόψουν τα φτερά του Μακαρίου» (επί λέξει «to clip his wings»). Και ως ανόητοι και ετερόφωτοι που ήταν, πίστευαν πως έτσι θα εξασφαλίζονταν ως εσαεί σατράπηδες των Αμερικανο-Τούρκων στην Ελλάδα. Η ίδια ακριβώς λογική της επιβίωσης οδήγησε και τον Ιωαννίδη στο πραξικόπημα που έφερε την εισβολή. «Τον ξεγέλασαν» οι ξένοι, δικαιολογήθηκε.
Η πολιτεία του «γαλαζοαίματου» Τζον Σωσσίδη στο υπουργείο εξωτερικών ταυτίστηκε με το διχοτομικό Σχέδιο Άτσεσον το οποίο, ωστόσο, βαφτίσθηκε «ενωτικό» διότι προωθούσε τη «διπλή ένωση» («double enosis»), κατά τους ιδεοληπτικούς υπερασπιστές του, και όχι τη διχοτόμηση. Στις 27 Ιανουαρίου 2003, με τον βαρύγδουπο τίτλο η «Αλήθεια για το Σχέδιο Άτσεσον» ο κ. Σωσσίδης παρουσίασε στο «Βήμα» ως «αποκαλυπτικά», ντοκουμέντα δημοσιευμένα 40 χρόνια πριν. Απέκρυψε όμως την αποκαλυπτικότατη επιστολή της 28ης Αυγούστου 1964 του Τούρκου ΥΠΕΞ, Feridun Cemal Erkin, προς τον Άτσεσον. Το περιεχόμενο της επιστολής Erkin ανατρέπει ολοκληρωτικά την επιχειρηματολογία Σωσσίδη και όλη τη μυθολογία της «θεωρίας των χαμένων ευκαιριών», της οποίας το σχέδιο Άτσεσον αποτελεί την ιδεολογική ναυαρχίδα.
Είναι οι Τούρκοι με την επιστολή Erkin που απέρριψαν το σχέδιο διότι απαιτούσαν, αλλά δεν πήραν, κυρίαρχη βάση πολύ μεγαλύτερη της Καρπασίας –σχεδόν όση κατέχουν οι Αττίλες σήμερα. Οι Έλληνες αποδέχθηκαν επίσημα χρονομισθωμένη βάση περιορισμένης έκτασης. Το φρικτό ήταν πως το Σχέδιο Άτσεσον προνοούσε και εθνοκάθαρση της περιοχής την οποία απαιτούσαν οι Τούρκοι. Την εθνοκάθαρση (όπως και τα επακριβή «σύνορα») θα διέτασσε, προσυμφωνημένα, ο Αμερικανός διοικητής του ΝΑΤΟ και θα υλοποιούσαν τα ελληνικά στρατεύματα που υπήρχαν στην Κύπρο και που θα ήταν πλέον «νατοϊκά» στρατεύματα. Τουλάχιστον θα λάμβαναν μια τέτοια εντολή. Είναι σίγουρο πως δεν θα την υλοποιούσαν. Θα την λάμβαναν όμως. Προνοούσε και αυτό το περιβόητο σχέδιο. Αυτή ήταν η «χαμένη ευκαιρία» του Σωσσίδη και των λοιπών, τότε και σήμερα.
Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος θεωρείτο για δεκαετίες ως ο «πρύτανης» των ελληνο-τουρκικών σχέσεων. Δεν έμαθε ποτέ, όμως, Τουρκικά. Ως νεαρός διπλωμάτης στο προξενείο της Κωνσταντινούπολης βίωσε το πογκρόμ του τουρκικού φασισμού κατά των Ελλήνων της Πόλης του 1955 και έγραψε την περίφημη έκθεση για τα Σεπτεμβριανά. Η έκθεση αυτή αποσιωπήθηκε διότι θα «έθιγε» τη «φίλη και σύμμαχο» Τουρκία. Δημοσιοποιήθηκε μισό αιώνα μετά από τον αείμνηστο Σπύρο Βρυώνη στο εμβληματικό του έργο, «Ο μηχανισμός της καταστροφής: Το τουρκικό πογκρόμ της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 και ο αφανισμός της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης» (2007).
Η συνολική εμπειρία του Θεοδωρόπουλου αποτυπώθηκε στο έργο του «Οι Τούρκοι και Εμείς» (1998), που θεωρείται από πολλούς ως ένα σημαντικό πόνημα για την κατανόηση των Τούρκων και την πολιτική τους έναντι του Ελληνισμού. Για μια τουλάχιστον μερίδα αναλυτών, οι θέσεις και οι κρίσεις του κ. Θεοδωροπούλου για τα ελληνοτουρκικά θεωρούνται θέσφατες. Ήταν τόσο σημαντικές, ώστε αποδόθηκε τιμητικά σε αυτόν το λεγόμενο «Δόγμα Θεοδωρόπουλου». Κατά το δόγμα αυτό η Ελλάδα δεν είναι σε θέση και δεν πρέπει να έρχεται σε αντιπαράθεση με την Τουρκία παρά μόνο εφόσον έχει εξασφαλίσει συμμαχίες και την υποστήριξη τρίτων. Η λογική συνέπεια της θέσης αυτής είναι αναπόφευκτη. Στο τέλος της ημέρας η Ελλάδα θα πρέπει να βρει τρόπους κατευνασμού της Τουρκίας, διότι δεν μπορεί μόνη της να υπερασπίσει τα αυτονόητα συμφέροντά της.
Το δόγμα Θεοδωρόπουλου και η Κύπρος
Στις 13 Σεπτεμβρίου 2005, στα 50χρονα του πογκρόμ της Πόλης, ο κ. Θεοδωρόπουλος έγραψε ένα κείμενο στο «Βήμα», «Διδάγματα από τον Σεπτέμβρη του 1955». Και ποια ήταν αυτά; Συμπεραίνει: «Τα απανωτά χτυπήματα στον Ελληνισμό της Πόλης σχετίζονται όχι με το Κυπριακό, αλλά με τις διμερείς σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα». Λίγες μέρες πριν, σε μια παρουσίαση βιβλίου στο Ζάππειο για τον Ελληνισμό της Πόλης γραμμένο από δυο αδελφές, σχολιάζοντας είπε. «Είχε δίκιο ο Μακάριος όταν μας έλεγε πως το Κυπριακό δεν είχε σχέση με την καταστροφή του Ελληνισμού της Πόλης». Ήμουν παρών στη βιβλιοπαρουσίαση στο Ζάππειο. Στο δε κείμενό του στο «Βήμα» τεκμηριώνει τη θέση αυτή με πολύ συγκεκριμένα παραδείγματα από την επαύριο της περιβόητης συνθήκης φιλίας Βενιζέλου-Ατατούρκ (1930), την οποία οι τουρκόπληκτοι ακόμη νοσταλγούν.
Ο κ. Πρέσβης καταγράφει τους κρατικά οργανωμένους διωγμούς που άρχισαν το 1932-34, συνεχίστηκαν το 1942 με τον περιβόητο φόρο περιουσίας (βαρλίκ) και τον εξορισμό χιλιάδων στα βάθη της Ανατολής και που κορυφώθηκαν με τη «Νύχτα των Κρυστάλλων» στην Πόλη το 1955 (που αντέγραψαν και οι Τούρκοι του Ντενκτάς στην Κύπρο το 1958 όταν προσπάθησαν με αντίστοιχο ψέμα να κάψουν τη Λευκωσία). Οι λίγοι που επιβίωσαν το 1955 εκδιώχθηκαν το 1964.
Ο έμπειρος πρέσβης διαπιστώνει πως, αφού η Τουρκία «καθάρισε» την ομογένεια με τους μαζικούς διωγμούς, μετέθεσε τα προβλήματά της με την Ελλάδα «από την Κύπρο στις διμερείς σχέσεις με την Ελλάδα». Και υπογραμμίζει λέγοντας πως ήδη από το 1964 (και όχι όπως εσφαλμένα πιστεύεται από το 1974 με την εισβολή), άρχισε να απαιτεί αναθεώρηση των νατοϊκών διοικήσεων στο Αιγαίο, απέρριψε τη Λωζάνη, απέρριψε τη Συνθήκη του 1931-32 (Ελλάδας -Ιταλίας) για τα Δωδεκάννησα, ακολούθησε το λεγόμενο «casus belli» –χωρικά ύδατα, υφαλοκρηπίδα– η κρίση του 1987, η επιδρομή στα Ίμια. Όλα άσχετα με το Κυπριακό. Και σήμερα η Τουρκία των ισλαμοφασιστών απαιτεί την ακύρωση της νησιωτικής επικράτειας της Ελλάδας –ενός νησιωτικού κράτους.
Δικαιολογημένα ο πρέσβης παραδέχεται –αμηχανία– ως προς την τροπή των πραγμάτων και το μέλλον των διμερών σχέσεων Αθήνας – Άγκυρας. «Προβληματιζόμαστε μάλλον αμήχανα…», γράφει, τελειώνοντας έτσι ακριβώς το κείμενό του με αποσιωπητικά. Αυτά το 2005.
Τίποτα από όλα αυτά δεν πτοεί τους ιδεοληπτικούς της αντικυπριακής αθηνοκλατούρας. Για την κάθε αδυναμία διαδοχικών ελλαδικών κυβερνήσεων δεν τους φταίει κανείς άλλος παρά η Λευκωσία και οι κ….κύπριοι. Αυτή είναι η θέση και η δημόσια τοποθέτηση της αθηνοκλατούρας, πολλά μέλη της οποίας πηγαινοέρχονται στην Κύπρο, πάντοτε με το αζημίωτο. Τους φταίνε άλλοι και όχι η δική τους χαμέρπεια έναντι των ξένων που έχει κάνει μετάλλαξη και τους έχει γίνει φύση.