του Αναστάσιου Λαυρέντζου.
Η Αμερική εξέλεξε πρόεδρο τον Τραμπ επειδή χρεοκοπεί;
Κανείς πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει συναντήσει τόσες αντιδράσεις πριν και μετά την εκλογή του, όσο ο Ντόναλντ Τραμπ. Πού οφείλεται αυτό; Στο ότι είναι ένας αντισυμβατικός πρόεδρος, όντας ένας μεγαλοεπιχειρηματίας, ή στο ότι όλα αυτά είναι σημάδια μιας βαθείας κρίσης που σοβεί στο υπόβαθρο; Ισχύουν και τα δύο, κυρίως όμως ισχύει το δεύτερο… Για να καταλάβουμε τί σημαίνει αυτό, θα πρέπει να δούμε τί συμβαίνει σήμερα στον κόσμο.
Η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε θεμελιώδεις ανισορροπίες…
Η πλήρης απελευθέρωση των ροών κεφαλαίου στα τέλη του 20ου αιώνα έδωσε στις πολυεθνικές εταιρείες της Δύσης τη δυνατότητα να επενδύσουν τα κεφάλαια τους στην αναδυόμενη Ασία και κυρίως στην Κίνα, όπου μπορούσαν να βρουν άφθονα και φθηνά εργατικά χέρια, ελαστική εργατική νομοθεσία και σχεδόν μηδενικούς περιορισμούς. Με αυτόν τον τρόπο εξήχθηκαν ολόκληρες γραμμές παραγωγής της συμβατικής βιομηχανίας και δημιουργήθηκαν νέες γραμμές υψηλής τεχνολογίας (υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα κλπ). Παράλληλα εξήχθησαν και οι αντίστοιχες θέσεις εργασίας. Επρόκειτο για μια διαδικασία αποβιομηχάνισης της Δύσης, κατά την οποία τα καταναλωτικά προϊόντα άρχισαν πλέον να παράγονται σε χώρες φθηνού κόστους και στη συνέχεια να πωλούνται στις παλαιές καπιταλιστικές μητροπόλεις. Οι τελευταίες παραδόξως όχι μόνο διατήρησαν, αλλά συχνά αύξησαν την αγοραστική τους δύναμη. Αυτό εν μέρει ήταν αποτέλεσμα των χειραγωγίσιμων νομισματικών ισοτιμιών, αλλά κυρίως ήταν αποτέλεσμα της λεγόμενης financial economy. Της δυνατότητας δηλαδή των τραπεζών να παράγουν χρήμα μέσω της πιστωτικής επέκτασης, αναπληρώνοντας ή και ενισχύοντας διά του δανεισμού την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Σε μακροσκοπικό επίπεδο ορισμένες χώρες έγιναν έτσι καθαροί παραγωγοί (Κίνα, Γερμανία), με μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, και άλλες χώρες έγιναν καθαροί καταναλωτές (ΗΠΑ, Νότια Ευρώπη), οι οποίες μέσω κάποιου μηχανισμού (διαφορετικού ανά περίπτωση) μπορούσαν να πιστοδοτούνται για να συνεχίσουν να καταναλώνουν…
Τα δίδυμα ελλείμματα των ΗΠΑ…
Αποτέλεσμα της παραπάνω κατάστασης, σε συνδυασμό με τον εξοπλιστικό «κεϋνσιανισμό» (Reaganomics) της δεκαετίας του 1980 (ο οποίος γονάτισε την ΕΣΣΔ), είναι ότι τα τελευταία τριάντα περίπου χρόνια οι ΗΠΑ παρουσιάζουν συνεχώς δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμα τρεχουσών συναλλαγών. Η συνεχής συσσώρευση δημοσιονομικών ελλειμμάτων οδήγησε με τη σειρά της στην αύξηση του δημόσιου χρέους, το οποίο επί προεδρίας Ομπάμα διπλασιάστηκε, προσεγγίζοντας το ιλιγγιώδες ποσό των 20 τρισεκατομμυρίων δολαρίων!… Για να διατηρηθεί αυτή η κατάσταση, οι ΗΠΑ κάνουν κάτι ιδιαίτερα επικίνδυνο: «τυπώνουν» συνεχώς δολάρια, μέσω της Κεντρικής Τράπεζας (Fed), η οποία πλέον αποτελεί τον βασικό αγοραστή του αμερικάνικου χρέους. Μεγάλες ποσότητες αμερικάνικων χρεογράφων έχουν αγοράσει βεβαίως και οι χώρες παραγωγοί (κυρίως η Κίνα και η Ιαπωνία), οι οποίες με αυτό τον τρόπο έχουν εμπλακεί σε ένα σχήμα παγκόσμιας οικονομικής «πυραμίδας»… Είναι προφανές ότι αυτό που κάνουν οι ΗΠΑ δεν μπορεί να το κάνει καμία άλλη χώρα, αφού το συνεχές «τύπωμα» χρημάτων θα είχε ως συνέπεια τη συνεχή υποτίμηση του νομίσματος και τη δημιουργία ανεξέλεκτου πληθωρισμού. Αυτό όμως είναι ένα βασικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ, επειδή μεταπολεμικά το δολάριο έγινε το διεθνές αποθεματικό νόμισμα. Δηλαδή είναι το νόμισμα στο οποίο αποτιμώνται όλα τα αγαθά (πετρέλαιο, μέταλλα, κ.λπ.) και στο οποίο γίνονται αντίστοιχα όλες οι συναλλαγές. Ως αποτέλεσμα πάντα υπάρχει ζήτηση για δολάριο, αφού όλοι το δέχονται ως συναλλακτικό και αποθεματικό μέσο. Αντίστροφα, δεδομένης αυτής της σημασίας του δολαρίου, είναι σαφές ότι τίποτε δεν απειλεί περισσότερο τη διεθνή θέση των ΗΠΑ, όσο η αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του νομίσματός τους. Εννοείται ότι όποιος επιδιώξει κάτι τέτοιο, κινδυνεύει άμεσα και θανάσιμα (όπως διαπίστωσαν με τραγικό τρόπο οι Σαντάμ Χουσεΐν και Καντάφι, οι οποίοι τόλμησαν να ψελίσουν ότι θα έκαναν τις πωλήσεις του πετρελαίου τους σε ευρώ).
Σχήμα 1. Η εξέλιξη του αμερικάνικου δημόσιου χρέους ανά Πρόεδρο και πολιτικό κόμμα στην εξουσία. Είναι φανερή η επιτάχυνση στην αύξηση του χρέους επί προεδρίας Reagan και Bush και ο διπλασιασμός του επί Ομπάμα του οποίου η έναρξη της προεδρίας συμπίπτει με την εκδήλωση της κρίσης του 2008. Έκτοτε η Fed υποχρεώθηκε να τυπώνει συνεχώς δολάρια προκειμένου να αποφευχθεί μια παγκόσμια κρίση τύπου 1929 (το περίφημο πρόγραμμα Asset reflation του Ben Bernanke)…
Η άνοδος της Γερμανίας…
Σε αντίθεση με τις άλλες Δυτικές χώρες η Γερμανία δεν υπέστη σημαντική αποβιομηχάνιση. Αυτό το πέτυχε διατηρώντας χαμηλά το εργατικό κόστος (dumping μισθών) και έχοντας ένα μίγμα παραγωγής στο οποίο κυριαρχούν τα «επώνυμα» προϊόντα, δηλαδή προϊόντα για τη ζήτηση των οποίων καθοριστικός παράγοντας δεν είναι μόνο η τιμή, αλλά και το όνομα (brand name). Βεβαίως οι γερμανικές επιχειρήσεις καθόλου δεν απέφυγαν τη διεθνή επέκταση, ιδρύοντας εργοστάσια σε όλο τον κόσμο, ωστόσο μεγάλο κομμάτι της παραγωγής παρέμεινε στη Γερμανία. Σημαντικός παράγοντας της γερμανικής επιτυχίας ήταν και η εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που της έδινε η ευρωπαϊκή ενοποίηση: Με την επέκταση της ΕΕ προς την Ανατολική Ευρώπη η (ενοποιημένη πλέον) Γερμανία απέκτησε πάλι πρόσβαση στη ζωτική για αυτήν Μεσευρώπη (Mitteleuropa), στην οποία μπορούσε να επενδύει, εξασφαλίζοντας χαμηλά κόστη παραγωγής. Αντίστοιχα με τη δημιουργία της ευρωζώνης απέκτησε ένα διπλό πλεονέκτημα: αφ’ ενός υποτίμησε τεχνητά το νόμισμά της, αφού πλέον σε αυτό μετείχαν και οικονομικά ασθενέστερες απ’ αυτήν χώρες, και αφ’ ετέρου είχε μια αγορά για τα προϊόντα της, την οποία βεβαίως χρηματοδοτούσε έμμεσα (βλ. ανοίγματα κεντρικών τραπεζών στο σύστημα Target2). Κατά μία έννοια, όπως και η Κίνα έναντι των ΗΠΑ, η Γερμανία χρηματοδότησε την κατανάλωση των νότιων (κυρίως) μελών της ζώνης ευρώ, με μια όμως βασική διαφορά: ενώ στην περίπτωση του ζεύγους ΗΠΑ-Κίνας, ο δανειζόμενος (ΗΠΑ) είναι πολιτικά και στρατιωτικά υπέρτερος του οικονομικά ανερχόμενου, στην περίπτωση της ευρωζώνης, η Γερμανία είχε δεσπόζουσα θέση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ώστε να ασκεί πολιτικό έλεγχο σε αυτούς που δάνειζε για να καταναλώνουν τα προϊόντα της (βλ. ως ακραία περίπτωση την ελληνική κρίση).
Εύθραυστη ισορροπία και η παγκόσμια κρίση που έρχεται…
Όσα περιγράψαμε παραπάνω, δείχνουν ότι ο κόσμος σήμερα βρίσκεται σε μια ασταθή ισορροπία, η οποία για να μην διαταραχθεί, απαιτεί συνεχές «τύπωμα» δολαρίων που διατηρούν την αγοραστική τους δύναμη. Όπως είναι προφανές όμως, αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρο. Με τον ένα ή με το άλλο τρόπο οι ΗΠΑ οφείλουν να εξαλείψουν τα δίδυμα ελλείμματά τους, γεγονός το οποίο μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: Ο ένας είναι να εφαρμόσουν πολιτική περικοπών (λιτότητα), η οποία θα βύθιζε τον κόσμο σε βαθειά και απότομη ύφεση, και θα ανάγκαζε τις ΗΠΑ να χάσουν τη δεσπόζουσα θέση τους στον κόσμο. Ο άλλος τρόπος είναι να «επαναδιαπραγματευτούν» τη σχέση τους με όλους τους άλλους, αξιοποιώντας τα πολιτικά (και όπου χρειαστεί) τα στρατιωτικά τους πλεονεκτήματα… Αυτός ο δεύτερος δρόμος όπως φαίνεται είναι και αυτός που επιλέγουν. Για να επιτύχουν όμως τον στόχο τους θα πρέπει να εκτελέσουν μια δύσκολη ακροβασία…
Λύση μέσα από «παραδοσιακές» συνταγές…
Σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, βασική του επιλογή είναι η αναζωογόνηση της αμερικανικής οικονομίας και ο επαναπατρισμός της παραγωγής. Για την επίτευξη του πρώτου στόχου αναγγέλλεται η εφαρμογή μιας κεϋνσιανής πολιτικής, δηλαδή η χρηματοδότηση έργων υποδομής μέσω δημόσιου χρέους, ώστε να αυξηθεί η απασχόληση και άρα το διαθέσιμο εισόδημα. Μια τέτοια πολιτική όμως συνεπάγεται νέα δημοσιονομικά ελλείμματα και νέα αύξηση του χρέους, και άρα θα πρέπει να γίνει στοχευμένα και για περιορισμένο σχετικά χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια επικίνδυνη φυγή προς τα εμπρός, η οποία μέσω της οικονομικής μεγέθυνσης θα επιδιώξει να καταστήσει το χρέος μικρότερο όχι σε απόλυτους αριθμούς αλλά σε σχέση με το ΑΕΠ. Για να πετύχει όμως αυτή πολιτική έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη δραστική μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Διαφορετικά, το εισόδημα που θα αποκτήσουν οι αμερικανοί εργαζόμενοι θα διαρρεύσει στο εξωτερικό με την αγορά κινέζικων προϊόντων, ιαπωνικών υπολογιστών και γερμανικών αυτοκινήτων. Είναι λοιπόν προφανές ότι μια πολιτική κεϋνσιανής τόνωσης της αμερικάνικης οικονομίας αναγκαστικά συμβαδίζει με την εφαρμογή μέτρων προστατευτισμού, στο άκουσμα του οποίου πολλοί βέβαια εξανίστανται, θεωρώντας τον ως αναχρονισμό. Όσοι το κάνουν όμως αυτό, παραβλέπουν ότι η παρούσα διευθέτηση δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο, χωρίς τελικά να οδηγήσει σε μια εκρηκτική παγκόσμια κρίση. Για να το θέσουμε πιο απλά: είναι επικίνδυνα αφελείς (ενίοτε δε και ιδιοτελείς) όσοι νομίζουν ότι οι ΗΠΑ μπορούν επ’ άπειρο να τυπώνουν χρήμα ώστε να συνεχίζουν οι Κινέζοι, οι Ιάπωνες και οι Γερμανοί να πωλούν τα προϊόντα τους. Επίσης το κατά πόσον ζούμε σε έναν κόσμο ελεύθερων συναλλαγών στον οποίο ισχύουν απόλυτα οι κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού είναι και αυτό υπό συζήτηση… Επί παραδείγματι, γιατί να θεωρείται στρέβλωση η εισαγωγή μέτρων προστατευτισμού από πλευράς ΗΠΑ, την ίδια ώρα που οι Κινέζοι (και δευτερεύντως οι Γερμανοί) κρατούν τεχνητά υποτιμημένα τα νομίσματά τους; Ή, για να το θέσουμε ακόμη πιο συγκεκριμένα, γιατί να αποδεχτούν οι ΗΠΑ να έχει το Μεξικό εμπορικό πλεόνασμα 60 δις δολαρίων, το οποίο εν πολλοίς οφείλεται στην εξαγωγή προϊόντων που παράγουν τοπικά γερμανικές (ή και αμερικάνικες) αυτοκινητοβιομηχανίες; Από την άλλη μεριά, γιατί οι ΗΠΑ να αποδέχονται παθητικά τα τεράστια εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, οι οποίες έχουν επί δεκαετίες σχεδόν μηδενικές αμυντικές δαπάνες, χάρη στην προστασία που τους παρέχει η αμερικάνικη αμυντική ομπρέλα έναντι της Ρωσίας και της Κίνας αντίστοιχα; Όλα αυτά είναι θέματα υπό συζήτηση και υπό επαναδιαπραγμάτευση, διότι προφανώς το παιγνίδι δεν παίζεται μόνο με οικονομικούς όρους. Και σε αυτό το πλαίσιο είναι σαφές ότι μέσω της εκλογής Τράμπ οι ΗΠΑ θα επιχειρήσουν να επαναδιαπραγματευτούν προς όφελός τους μια σειρά από εμπορικές συμφωνίες, αλλά και τους διεθνείς συσχετισμούς. Διαθέτουν σε αυτό το παίγνιο ισχυρά πολιτικά και στρατιωτικά «χαρτιά», αλλά και το πλεονέκτημα ότι είναι ο τελικός πελάτης…
Παγκοσμιοποίηση εναντίον εθνικού κράτους
Αυτό που σήμερα ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων, προϊόντων και ανθρώπων, είναι μια (εν πολλοίς νομοτελειακή) διαδικασία, η οποία αλλάζει άρδην τον κόσμο, τείνοντας να εξομαλύνει τις υπάρχουσες διαφορές. Αυτό έκανε πολλούς να πιστέψουν (Φ. Φουκουγιάμα) ότι βρισκόμαστε κοντά στο τέλος της Ιστορίας, καθώς προσεγγίζουμε σε έναν κόσμο φιλελεύθερης ουτοπίας. Έναν κόσμο που θα μοιάζει με καταναλωτικό παράδεισο, όπου δεν θα έχει νόημα η ύπαρξη συνόρων και όπου και αυτός ακόμη ο πόλεμος θα θεωρείται ένα φαινόμενο ξεπερασμένο. Όπως αποδεικνύεται όμως, η Ιστορία δεν τελείωσε, γιατί εκτός από την οικονομία υπάρχει και η πολιτική. Και η πολιτική θα υπάρχει πάντα, όσο προκύπτουν νέες ανισοκατανομές. Σε μια κλασική επανάληψη των όσων συνέβησαν σε όλες τις αυτοκρατορίες, οι ίδιες ελίτ που οδήγησαν στο απόγειό της την αμερικάνική ισχύ, είναι τώρα εκείνες οι οποίες προετοιμάζουν την πτώση της, γιατί πλέον οι επιδιώξεις τους σε μια παγκόσμια αρένα συχνά αποκλίνουν από τα εθνικά συμφέροντα. Οι αμερικάνικες πολυεθνικές ήταν εκείνες οι οποίες πρώτες επένδυσαν στις χώρες χαμηλού κόστους (Κίνα) ή στους παλαιούς ηττημένους (Ιαπωνία, Γερμανία), εκμεταλλευόμενες από τη μια το φθηνό κόστος παραγωγής και από την άλλη την τεχνητή διατήρηση της αγοραστικής δύναμης της μητροπόλης. Την ίδια ώρα λοιπόν που οι αμερικάνικες πολυεθνικές και μαζί τους και οι αναδυόμενοι οικονομικοί κολοσσοί της Γερμανίας, της Κίνας και της Ιαπωνίας μεγιστοποιούν τα κέρδη τους, υποσκάπτονται τα θεμέλια του εθνικού κράτους, καθώς απειλούνται ή παρακάμπτονται όλα όσα αυτό προστατεύει ή ορίζει. Παράλληλα, σημαντικά τμήματα των κοινωνιών στις μητροπόλεις (ΗΠΑ, Βρετανία) περιθωριοποιούνται, καθώς δεν μετέχουν στα κέρδη της «παγκοσμιοποίησης». Όλα αυτά δημιουργούν ένα εκρηκτικό οικονομικοπολιτικό μίγμα, το οποίο σπρώχνει το εκκρεμές προς την ενστικτώδη συσπείρωση των «υστερησάντων» στο εθνικό κράτος. Αυτό είναι το γνώριμο όχημα το οποίο χρησιμοποιούν οι λαοί για να ανακτήσουν τον έλεγχο. Το κατά πόσο θα συμβεί αυτό και το αν η συσσωρευόμενη ένταση θα εκτονωθεί ομαλά, είναι το κύριο ερώτημα αυτής της ιστορικής περιόδου. Το σίγουρο πάντως είναι ότι (τουλάχιστον) η επόμενη δεκαετία θα είναι εξόχως ενδιαφέρουσα, αλλά και λίαν επικίνδυνη… Όσον αφορά το ελληνικό κράτος, τίθενται βεβαίως μια σειρά από θεμελιώδη ή και υπαρξιακά ερωτήματα: θα είναι άραγε σε θέση να αποφύγει τους κινδύνους και να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που αναπόφευκτα παρουσιάζονται; Υπάρχει ηγεσία και εθνικό σχέδιο για να πορευτεί η χώρα στις επικίνδυνες «διεθνείς θάλασσες» του μέλλοντος; Τί θα σημάνει για την Ελλάδα το ενδεχόμενο μιας αμερικανικής απόσυρσης από τον ρόλο του διεθνούς τοποτηρητή; Όλα αυτά τα ερωτήματα, μαζί με τις απαιτήσεις για παραγωγική ανασύνταξη και υπέρβαση της σημερινής οικονομικής κρίσης, για ανάταξη της δημογραφικής κάμψης και για την αντιμετώπιση των επερχόμενων μεταναστευτικών ροών αποτελούν τις κρίσιμες προκλήσεις στις οποίες καλείται να ανταποκριθεί ο ελληνισμός για να επιβιώσει μέσα στον 21ο αιώνα…