Της ΕΛΕΝΗΣ ΣΤΟΥΜΠΟΥ-ΚΑΤΣΑΜΟΥΡΗ Αρχαιολόγου-σκηνοθέτριας
Σ’ ένα βιβλίο αγγλικών του δημοτικού, πριν πολλές δεκαετίες φυσικά, παρουσιάζονταν ο άγγλος ταξιδιώτης σε μια βαλκανική χώρα να προσφέρει αποζημίωση για το γαϊδούρι του αγρότη που είχε ταλαιπωρήσει μέχρι θανάτου στα κατσάβραχα. Το όνομα έμοιαζε παραφθαρμένο ελληνικό. Ο αγρότης αρνήθηκε τη χρηματική αποζημίωση, ζήτησε μόνο να σκοτώσει ο άγγλος και το γαϊδούρι του γείτονα. Ήταν πριν από τη μόδα της πολιτικής ορθότητας και φαντάζονταν ίσως οι άγγλοι συγγραφείς ότι και οι έλληνες, αλβανοί, βόρειοι γείτονες και λοιποί βαλκάνιοι μαθητές θα διασκέδαζαν το ίδιο. Η κακία αυτή ωστόσο, μαζί με ατελείωτες άλλες, που φρόντιζαν με επιμέλεια να αποτυπώσουν οι περιηγητές του 18ου και 19ου αι., έδειχνε την περιπλοκότητα του χώρου και η αδυναμία της δίκαιης μοιρασιάς. Ο πλούτος ερχόταν, όταν κανείς ξέφευγε από τον περίκλειστο και άγονο τόπο κι ανοίγονταν στον κόσμο, στο εμπόριο, στα κέντρα επικοινωνίας. Πίσω στο φτωχοχώρι, ο συγγενής έπρεπε να κλέψει το συγγενή, να αδικήσει το γείτονα και και να γδύσει τον ξένο.
Τα έφερε η μοίρα και η Θεσσαλονίκη στον εικοστό αιώνα έγινε η πρωτεύουσα των προσφύγων, κατά την ποιητική, ξερή, ιδρωμένη φωνή του Ιωάννου. Στα χωριά των ντόπιων μακεδόνων οι πατεράδες σημείωναν στην πλάτη του εικονίσματος τους θανάτους των αγοριών τους στους πολέμους (ποιοί μακεδόνες, ε! μας ζάλισαν ώστε να αμφιβάλλουμε αν είμαστε εμείς ή άλλοι, εμείς είμαστε, εμείς, έλληνες ορθόδοξοι) και εχθρεύονταν με την καρδιά τους τους νεοφερμένους, ιδίως όταν τα άγονα χωράφια τους άγγιξε ο Μίδας του τουρισμού.
Βόρειους γείτονες από κοντά είδα ένα μεσημέρι μετά τη δικτατορία όταν ολόκληρη οικογένεια σέρβων οικογενειακών φίλων χαμένων από το ’45 αναζήτησαν τα ίχνη της μητέρας μου. Ξανάρχισε μια ωραιότατη αλληλογραφία και ανταλλαγή δεμάτων με ελληνικά που μετέφραζε κάποιος ελληνομαθής στα μέρη τους και δικά τους κυριλλικά που μεταφράζονταν με τον ίδιο τρόπο. Μια χαρά άνθρωποι, νοικοκυραίοι, ανοιχτοί. Ήταν κι ο Τίτο ευθυτενής και σοβαρός στα γραμματόσημα, σαν Κωνσταντίνος Καραμανλής στο ύφος, αλλά αισθητικά πολύ υποδεέστερος. Τάξη κι ασφάλεια μέχρι που κάποιοι καθηγητές μας στο σχολείο άρχισαν να διαμαρτύρονται για την καπηλεία του ονόματος. Τέλη της δεκαετίας του ’70 άκουσα για πρώτη φορά ότι οι βόρειοι γείτονες θέλουν να λέγονται μακεδόνες. “Και τότε εμείς τι είμαστε;” αναρωτιόταν με ίχνος λυγμού η καθηγήτρια των θρησκευτικών. Γιατί στην αρχή ήταν ο Λόγος και ο Θεός έδωσε σ’ όλα τα πλάσματα το όνομά τους. Άμα δεν έχεις όνομα δεν είσαι. Κι άμα σου πάρουν το όνομα, πώς θα καταλαβαίνεις όταν σε φωνάζουν, εσύ ο πρώτος κάτοχος, τι θα κάνεις, θα βγάλεις μόνος σου στον εαυτό σου παρατσούκλι;
Ο μεγαλύτερος εφιάλτης, λένε οι ψυχολόγοι, και δείγμα τεραστίου άγχους, είναι να βλέπεις να σου παίρνουνε τα πράγματα, μετά το σπίτι, μετά τους συγγενείς και να μην μπορείς ούτε να φωνάξεις, ούτε να αντισταθείς, ούτε να ξυπνήσεις. Οι ψυχολόγοι ζήσαν σε ευτυχέστερες χώρες από την Ελλάδα και δεν λαμβάνουν υπόψη ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων πριν μερικές γενιές έζησε διαδοχικούς εφιάλτες στ’ αλήθεια. Ποιοί είμαστε άραγε, οι παλαιοί μακεδόνες και οι καινούριοι πρόσφυγες από όλες τις εστίες του ελληνισμού, ποιοί είμαστε και πώς σταλάχτηκε μέσα μας οργή και φόβος; Κούρνιασε στο καινούριο λίκνο η νέα Ελλάδα από όλες τις μεριές της της διασποράς της, προσέχοντας την καρπαζιά της Αθήνας. Χαρμάνι καινούριο, δυνατό, μα από το φόβο δεν ελευθερώθηκε ακόμα. Η παλιά Ελλάδα έδρεπε τους καρπούς της εξουσίας, για τους παραπονούμενους μακεδόνες, και όσοι από τους παλιοελλαδίτες ένιωθαν παραμελημένοι στους μακεδόνες έριχναν το φταίξιμο: όλα πάνε σε σας, γιατί είστε τάχα στα σύνορα και τα δικά μας τα χωριά ερημώνουν.
-Χαμουτζήδες!
-Βούλγαροι!
-Αυτό που είπες πάρτο πίσω!
-…
Όλα είναι γνωστά και ειπωμένα τα ιστορικά, δόθηκαν μάχες σε επιστημονικό επίπεδο, ιδίως στα χρόνια του ψυχρού πολέμου. Το τέλος της ιστορίας δεν ήλθε, όπως προφητεύτηκε βιαστικά, κι ό,τι δεν έκανε η προπαγάνδα, το κατόρθωσε η τηλεόραση και η ευωχία. Τώρα στη μαύρη μιζέρια μας, χτυπάνε οι καμπάνες του κινδύνου. Από τα βάθη του προηγούμενου αιώνα το φάσμα περασμένων συμφορών ζητάει εγρήγορση. Οι άλλοι μπορεί να προχωρούν, στις μεγάλες χώρες, να τους απασχολεί η αστοχία στην τεχνητή νοημοσύνη, εδώ όμως είναι Βαλκάνια κι έχε την πλάτη σου καλυμμένη, δεν ξέρεις τι σκέφτεται για σένα ο άλλος. Δεν γίνεται να αφήσεις το λίκνο. Δεν έχεις πού αλλού να πας.
Πολυ καλη εκθεση ιδεων, αλλα λογω της επικαιροτητος του τελευταιου 3ημερου της Θεσ/νικης, στην οποιαν ουδολως αναφερθηκε η κυρια αρθρογραφος ,ειναι εκτος θεματος.Ελπιζεται να συμφωνησουν και αλλοι συνανιχνευτες.
Η κυρία γνωρίζει ΠΆΡΑ ΠΟΛΥ καλά τί λέει Σαν! Το ζήτημα έγκειται μόνο στα αποτελέσματα της σωστότατης κοινωνικής ανάλυσής της…εκεί αρχίζει το παπατζιλίκι και η δωσοληψία με το ζέιτγκειστ του εγχώριου αφηγήματος ή των υποφηγημάτων..υπάρχουν πολλά και τα εμμέσως τα φωτίζει κι αυτά σε ένα πιθανό..ΚΑΚΌ μέλλον!