Η επιδίωξη των αλβανικών κυβερνήσεων να απαλλαγούν από την ενοχλητική ελληνική μειονότητα και το άφθονο παράνομο χρήμα που κατέχει μεγάλο τμήμα της πολιτικής ηγεσίας της γειτονικής χώρας από το εμπόριο ναρκωτικών είναι οι λόγοι που γίνονται τέτοιου είδους μεθοδεύσεις.
του Άγγελου Μ. Συρίγου*
Οι Βορειοηπειρώτες, ή τα μέλη της “Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας” όπως είναι επισήμως αναγνωρισμένοι, κατοικούν μεταξύ άλλων περιοχών και κατά μήκος του παραλιακού μετώπου της Αλβανίας από τον Αυλώνα μέχρι το ύψος της Κέρκυρας. Στο βόρειο τμήμα η περιοχή ξεκινά από τον δήμο της Χειμάρρας, που είναι εδώ και χρόνια το κατ’ εξοχήν τουριστικό θέρετρο της Αλβανίας. Στο νότιο τμήμα η περιοχή καταλήγει στο Βουθρωτό, μία μικρογραφία του αρχαίου ελληνικού και βυζαντινού κόσμου. Πρόκειται για μία ακτογραμμή περίπου 100 χιλιομέτρων. Με την εξαίρεση της πόλεως των Αγίων Σαράντα κι ενός χωριού που ονομάζεται Μπόρσι, όλα τα υπόλοιπα χωριά και κωμοπόλεις κατοικούνται από Έλληνες.
Η πρόσβαση στη θάλασσα, η κυριαρχία επί της ακτογραμμής θεωρείται βασική για την ανάπτυξη ενός κράτους. Εκεί διεξάγεται το εμπόριο, δημιουργούνται λιμάνια και τουριστικές υποδομές. Εκεί παράγεται πλούτος. Δεν είναι τυχαίο ότι στις συζητήσεις για το Κυπριακό, η τουρκική πλευρά επιμένει να κρατήσει την ακτογραμμή και να αποκόψει την πρόσβαση στη θάλασσα από τις μεσόγειες περιοχές που (υποτίθεται ότι) θα περάσουν υπό ελληνοκυπριακό έλεγχο. Εδώ και πολλά χρόνια οι Αλβανοί προσπαθούν να αποκόψουν το ελληνικό στοιχείο από τη θάλασσα.
Επί Μπερίσα τη δεκαετία του 1990 ιδρύθηκαν μία σειρά οικισμών με αμιγή αλβανικό πληθυσμό δίπλα σε ελληνικά χωριά (Προφήτης Ηλίας κοντά στο χωριό Τζάρα, Ντόμπρα κοντά στο χωριό Βαγκαλιάτι, ολόκληρη συνοικία στο Εξαμίλι). Οι ευτυχείς νέοι κάτοικοι επεδείκνυαν τίτλους ιδιοκτησίας –σε μία χώρα που κάτι τέτοιο παραμένει ακόμη και σήμερα άγνωστο- κι έχτιζαν μέσα στα νέα τους οικόπεδα τσιμεντένιες βάσεις για να ανεγείρουν τα σπίτια τους. Το 1997 ήλθε η κρίση με τις πυραμίδες και σάρωσε πολλές από αυτές τις κατασκευές. Αργότερα, πάλι επί Μπερίσα, το 2008 έγιναν γνωστά σχέδια για την “τουριστική ανάπτυξη” της παραλίας Κακομαία στο χωριό Νίβιτσα, βορείως των Αγίων Σαράντα.
Η πιο συστηματική προσπάθεια αποκοπής των Ελλήνων από το θαλάσσιο μέτωπο ξεκίνησε επί Ράμα. Το 2014 η Αλβανία έκανε τον δικό της Καλλικράτη. Ο νέος δήμος των Αγίων Σαράντα κράτησε μία λεπτή παράκτια λωρίδα που περιλαμβάνει όλα τα ελληνικά χωριά με έξοδο στη θάλασσα. Νοτίως των Αγίων Σαράντα δημιουργήθηκε ο δήμος Κονισπόλεως που πλειοψηφεί το ντόπιο τσάμικο στοιχείο. Στα όρια του περιελήφθησαν τα γειτνιάζοντα προς την παραλία ελληνικά χωριά. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο δήμος Φοινίκης, που κατοικείται αμιγώς από Έλληνες, είναι πλέον αποκομμένος από τη θάλασσα. Επειδή στην Αλβανία πολλά πράγματα, όπως οι τίτλοι ιδιοκτησίας, οι άδειες οικοδομής και οι επενδύσεις είναι σε επίπεδο δήμου, η υπαγωγή των ελληνικών χωριών σε αλβανούς δημάρχους διασφαλίζει ότι οι έλληνες κάτοικοι νοτίως των Αγίων Σαράντα σταδιακά θα αποκοπούν από τις ιδιοκτησίες τους.
Στις περιοχές βορείως των Αγίων Σαράντα με επίκεντρο την Χειμάρρα δεν αρκούσε ένας Καλλικράτης. Η Χειμάρρα λόγω τουρισμού έχει αναπτυχθεί πολύ. Είναι πλέον η μοναδική πόλη της Αλβανίας που πλειοψηφεί το ελληνικό στοιχείο. Εδώ ακολουθήθηκε μία άλλη μεθόδευση που βασίσθηκε στο χαοτικό καθεστώς των ιδιοκτησιών στην Αλβανία. Αν κι έχουν περάσει 27 χρόνια από την πτώση του κομμουνισμού, μόνον ένα μικρό ποσοστό του πληθυσμού της χώρας έχει τίτλους ιδιοκτησίας. Σε αγροτικές ή ημιαστικές περιοχές, όπως είναι αυτές που κατοικεί η ελληνική μειονότητα, όλοι γνωρίζουν ποιος είναι ο ιδιοκτήτης. Κατέχει την ιδιοκτησία αλλά χωρίς τίτλους. Σε κάποιους δήμους, όπως η Χειμάρρα, έγιναν κάποιες ενέργειες να δοθούν τίτλοι (σε άτομα φίλα προσκείμενα προς τον Ράμα), που όμως δεν ολοκληρώθηκαν.
Ο αναπτυξιακός νόμος 55/2015 προβλέπει πως όποιος επενδύσει άνω των 50.000.000 ευρώ στον τουρισμό, θεωρείται στρατηγικός επενδυτής. Στη Χειμάρρα και πέριξ αυτής εγκρίθηκε η κατασκευή 10 τουριστικών συγκροτημάτων που το καθένα θα αποτελείται από 300 διώροφες μαιζονέτες. Θεωρητικώς, το κράτος μπορεί να απαλλοτριώνει την περιουσία ιδιωτών με συνοπτικές διαδικασίες και να την δίνει στον επενδυτή. Στην πράξη ούτε αυτό το εμπόδιο υπάρχει. Με υπουργική απόφαση του Νοεμβρίου 2018 η κυβέρνηση Ράμα θεώρησε ότι όλες αυτές οι εκτάσεις ανήκουν στο κράτος κι επομένως μπορούν άμεσα να γίνουν επενδύσεις επ’ αυτών.
Πίσω από όλη αυτή την ιστορία κρύβονται δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η επιδίωξη των αλβανικών κυβερνήσεων να απαλλαγούν από την ενοχλητική ελληνική μειονότητα. Όταν κόβεις την ανάπτυξη και αρπάζεις και τις περιουσίες, η ελληνική μειονότητα –που το πλέον δυναμικό και μεγαλύτερο τμήμα της ζει ήδη στην Ελλάδα- απλώς κάποια ημέρα δεν θα επιστρέψει. Πρόκειται για σταθερή επιδίωξη που διαπερνά όλα τα αλβανικά κόμματα και πρέπει να την συνειδητοποιήσουμε. Το δεύτερο σχετίζεται με το άφθονο παράνομο χρήμα που κυκλοφορεί σήμερα στην Αλβανία. Δυστυχώς, μεγάλο τμήμα της πολιτικής ηγεσίας της γειτονικής χώρας είναι σφραγισμένο από το εμπόριο ναρκωτικών. Είναι ένα στοιχείο που οφείλει η Ελλάδα να τονίζει με κάθε τρόπο στη διεθνή κοινή γνώμη.
*αν. Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου & Εξωτερικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη έκδοση της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ 29-30/12/2018
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ’ την Βόρειο Ήπειρο