Του Αλκη Καλλιαντζίδη, Οικονομολόγου, [email protected] www.kalkis.eu
Χρήσιμα ευρήματα για να κάνει τις ορθότερες επιλογές αλλά και κοινοτικές συμμαχίες η Ελλάδα αναφορικά με την μεταναστευτική-προσφυγική πολιτική της που ατυχώς παραμένει ζητούμενη.
«Οι ευρωπαϊκές πολιτικές μετανάστευσης δημιουργούν λαϊκισμό στην Αφρική, χωρίς να περιορίζουν τις παράνομες αναχωρήσεις» των μεταναστών της. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας μελέτης που εκπονήθηκε από το «Αναπτυξιακό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών» (PNUD) και που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 21-10-2019, σύμφωνα με την δημοσιογράφο Julia Pascual του ηλεκτρονικού Le Monde. Το εν λόγω Πρόγραμμα θεωρεί αυτές τις πολιτικές αναποτελεσματικές, αντιπαραγωγικές και καταγγέλλει μια πολιτική χειραγώγηση της παρεχόμενης αναπτυξιακής Βοήθειας στην Αφρική. «Η χειραγώγηση της διεθνούς αναπτυξιακής βοήθειας για πολιτικούς σκοπούς δεν θα πρέπει να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στους συντελεστές της παράνομης αφρικανικής μετανάστευσης», προειδοποιούν οι συγγραφείς της εν λόγω έκθεσης. Σε μια εποχή κατά την οποία Ευρωπαίοι κυβερνώντες επιχειρούν να καταστήσουν την επίσημη παρεχόμενη αναπτυξιακή βοήθεια στις χώρες προέλευσης των παράνομων μεταναστών της Αφρικής (κι εμείς έχουμε πολλούς από αυτούς, δεν έχουμε μόνο Αφγανούς, Σύριους, Τούρκους, Κούρδους, κλπ) ως ένα μοχλό συγκράτησής τους, έρχεται το πρόγραμμα PNUD να υπογραμμίσει αντίθετα ότι αυτό το είδος προσέγγισης του προβλήματος στέλνει «ένα κακό μήνυμα στους ευρωπαίους εκλογείς, κάνοντάς τους να πιστεύουν ότι τέτοιες στρατηγικές θα αποδώσουν μακροπρόθεσμα».
Η εν λόγω μελέτη έγινε σε 1.970 αφρικανούς παράνομους μετανάστες που δεν μετανάστευσαν στην Ευρώπη για λόγους ασύλου ή προστασίας (όπως οι Αφγανοί ή Σύριοι, οι Τούρκοι, π.χ. στην Ελλάδα) και που ζουν σε 13 κοινοτικές χώρες. Η μελέτη δείχνει ότι οι υποψήφιοι για μετανάστευση (οι οποίοι, κατά μέσο όρο, ήταν 24 ετών όταν έφθασαν για πρώτη φορά στην Ευρώπη ) ήταν γενικά οι καλύτεροι στη χώρα τους (όπως και οι δικοί μας προσοντούχοι συμπατριώτες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια των μνημονίων) σχετικά με τους συνομηλίκους τους. Χωρίς να συμμετέχουν σε κάποια κοινωνική ελίτ, «έχουν ωφεληθεί σαφέστατα από την όποια αναπτυξιακή πρόοδο στην Αφρική τις τελευταίες δεκαετίες». Προέρχονται κατά 85% από αστικές περιοχές και έχουν υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης από το μέσο άτομο της γενιάς τους. Έτσι, το 43% των ερωτηθέντων ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δεν είναι αγράμματοι. Επιπλέον, το 49% είχε εισόδημα κατά την αναχώρησή τους και, μεταξύ αυτών, τα δύο τρίτα κέρδιζαν πάνω από το μέσο εισόδημα στη χώρα τους που ήταν 260 δολάρια, όταν το μέσο εισόδημα ανερχόταν σε 160 δολάρια το μήνα. Αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι, σε αντίθεση με την κρατούσα άποψη, «η ανάπτυξη της Αφρικής είναι πιθανό να ενθαρρύνει τις μεταναστευτικές ροές και ότι αυτές θα αυξηθούν αναγκαστικά, όταν οι 8 αφρικανικές χώρες (Καμερούν, Ακτή Ελεφαντοστού, Γκάμπια, Γκινέα, Μάλι, Μαρόκο, Νιγηρία και Σενεγάλη) φθάσουν σε επίπεδα μεγέθυνσης και ανάπτυξης από τα οποία η μετανάστευση αρχίζει να εντείνεται». Συνεπώς, οι συντάκτες της εν λόγω μελέτης αμφισβητούν «την ιδέα ότι η μετανάστευση μπορεί να μειωθεί μέσω αναπτυξιακών πολιτικών που αποσκοπούν στην αποτροπή της».
Οι συνεντεύξεις που έκανε το πρόγραμμα PNUD δείχνουν ότι ένας από τους αποφασιστικούς παράγοντες φυγής των μεταναστών είναι, μεταξύ των νέων Αφρικανών, ένα αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού και απογοήτευσης έναντι των προσδοκιών και των ονείρων τους που δεν έχουν προοπτική υλοποίησης στις χώρες τους προέλευσης. Παρά τις καταστάσεις που ήταν πιο ευνοϊκές από εκείνες των συνομηλίκων τους, το 70% των ερωτηθέντων θεώρησε ότι δεν κέρδιζαν αρκετά. Και για το 77%, η αίσθηση ότι η φωνή τους δεν ακουγόταν από τις κυβερνήσεις τους. «Η φιλοδοξία τους έχει ξεπεράσει τις διαθέσιμες τοπικά ευκαιρίες, συνοψίζουν οι συγγραφείς. Η ανάπτυξη δεν είναι αρκετά γρήγορη και τα κέρδη της είναι άνισα και περιορισμένα. Η μετανάστευση αποδεικνύεται έτσι, για αυτούς τους ανθρώπους των οποίων η τροχιά ζωής είναι ανερχόμενη, μια επένδυση για ένα καλύτερο αύριο». Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν επίσης ότι οι ερωτηθέντες προέρχονται από πολυμελείς οικογένειες, πράγμα που υποδηλώνει πρόσθετη οικονομική πίεση. Στην πραγματικότητα, το 51% των ερωτηθέντων μεταναστών συνέβαλαν στα οικονομικά του νοικοκυριού τους, πριν από την μετανάστευσή τους. Παρόλο που η μετανάστευση παραμένει μια πολύ-παραγοντική απόφαση, η οποία βασίζεται επίσης σε σκέψεις πρόσβασης στην εκπαίδευση, τη διακυβέρνηση ή την ασφάλεια, το 60% των ερωτηθέντων αναφέρθηκε στην εργασία και στο γεγονός της αποστολής εμβασμάτων στην οικογένειά τους, ως τον πρώτο λόγο για την αναχώρησή τους.
Το 2017, τα εμβάσματα από την Ευρώπη προς την υπο-σαχάρια Αφρική ανήλθαν σε 25,3 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ, αναφέρει το πρόγραμμα PNUD, το οποίο επισημαίνει ότι τα ποσά αυτά είναι πολύ υψηλότερα από αυτά των παρεχόμενων κρατικών αναπτυξιακών ενισχύσεων, κάτι που αμφισβητεί την ικανότητα αυτής της χρηματοοικονομικής μόχλευσης για να αποτρέψει τις μεταναστευτικές ροές.
Στην Ευρώπη, το 38% των ερωτηθέντων μεταναστών δηλώνουν εισόδημα. Οι υπόλοιποι προφανώς δουλεύουν στη μαύρη αγορά εργασίας. Από αυτούς που δηλώνουν το εισόδημά τους, το 78% αθροιστικά (60+18) μεταναστεύει για να στέλνει χρήματα στις οικογένειές τους, όπως δείχνει το διπλανό γράφημα της μελέτης για τους λόγους της μετανάστευσης. Το 8% μεταναστεύει για εκπαιδευτικούς λόγους, το 7% για προσωπικούς λόγους και το 7% για λοιπούς λόγους, καταβάλλοντας 2.710 δολάρια κατά μέσο όρο, ως έξοδα μετανάστευσης. Κερδίζουν κατά μέσο όρο 1.020 δολάρια το μήνα, μισθός χαμηλότερος από τον μέσο μισθό της χώρας υποδοχής (ακόμη και από τον κατώτατο μισθό όταν υπάρχει τέτοιος), αλλά είναι τριπλάσιος από το ποσό που κέρδιζαν στην Αφρική (όταν εργάζονταν εκεί) και που τους επιτρέπει να στέλνουν έναν «αφρικανικό μισθό» στις οικογένειές τους. Αυτό κάνει τους συγγραφείς της μελέτης να ισχυρίζονται ότι η κοινωνική κινητικότητα, που αποκτάται έτσι, είναι ισοδύναμη με ένα άλμα, παρά το φαινόμενο της κοινωνικής χειροτέρευσης. Πράγματι, οι μετανάστες που εργάζονται στην Ευρώπη καταλαμβάνουν το 60% των θέσεων εργασίας χαμηλής ειδίκευσης, όπως στην καθαριότητα, τη γεωργία ή την κατοικον βοήθεια ατόμων, έναντι 29% στη χώρα καταγωγής τους. Επιπλέον, οι ευκαιρίες απασχόλησης είναι περιορισμένες λόγω έλλειψης νομικού καθεστώτος για τους παράνομους μετανάστες. Το 64% των ερωτηθέντων είπαν ότι δεν έχουν άδειες εργασίας στη χώρα υποδοχής. Κι έτσι η προοπτική μιας σταθερής ζωής γίνεται απρόσιτη για αυτούς, ενώ συνεχίζονται οι στερήσεις τους, η πείνα, η έλλειψη πρόσβασης στη ιατρική φροντίδα, η έλλειψη εισοδήματος και στέγης.
Για το πρόγραμμα των Ενωμένων Εθνών PNUD, η προσέγγιση – που χαρακτηρίζει όλο και περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη – για την επιδείνωση των συνθηκών υποδοχής των μεταναστών, ώστε να αποτρέψουν την άφιξή τους, δεν συμβάλει παρά στο να επιδεινώνει τον λαϊκισμό : «Η παρουσία μεταναστών χωρίς χαρτιά που βυθίζονται στην παρατεταμένη παρανομία τροφοδοτεί το άγχος της κοινής γνώμης των χωρών υποδοχής και τις εμπρηστικές ομιλίες» των ακραίων πολιτικών (όπως π.χ. Σαλβίνι, Λεπέν, Ούρμπαν, κλπ).
Παρά ταύτα, υπάρχουν λύσεις του τύπου «κερδίζεις-κερδίζω» για τo μεταναστευτικό, ισχυρίζεται το πρόγραμμα PNUD. Οι συνεντεύξεις δείχνουν ότι το 70% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι επιθυμεί να ζήσει μόνιμα στην Ευρώπη, αυτήν που πολλοί ακραίοι Ευρωπαίοι θεωρούν σήμερα «κόλαση». Αλλά το ποσοστό αυτό μειώνεται, όσο οι μετανάστες έχουν την αίσθηση της «συντελεσθείσας αποστολής» τους, όπως παλαιότερα γινόταν με τους Έλληνες οικονομικούς μετανάστες (1950-1970) που επέστρεφαν στην Ελλάδα, έχοντας εκπληρώσει τον στόχο τους να βοηθήσουν τις οικογένειές τους. «Το να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να επιτύχουν τους στόχους τους, όχι μόνο θα τους επιτρέψει να συνεισφέρουν νόμιμα και πλήρως στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας αλλά, τελικά, θα τους ενθαρρύνει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους», τονίζουν οι συντάκτες της μελέτης. «Ωστόσο, αναγνωρίζουν οι μελετητές ότι απαιτείται πολιτικό θάρρος και στην Αφρική, όπως και στην Ευρώπη».
Ο γράφων, αφού αναφέρθηκε στην παραπάνω προσέγγιση του ΟΗΕ, γνωστοποιεί στους αναγνώστες του και την σχετική ιστορική ρήση του σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργού της Γαλλίας Michel Rocard : «η Ευρώπη δεν μπορεί να δεχθεί όλη την μιζέρια του κόσμου».
Διαλέγουν και παίρνουν.