του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ
Στις 19 Μαρτίου 2009 είχα μια πρόσκληση να παρουσιάσω το βιβλίο υοτ Κίσσινγκερ “Διπλωματία”.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απο εκείνη την ομιλία προβαλλόμενη στο τότε διεθνές πλαίσιο.
Εκείνο που θα επιχειρήσω σήμερα είναι να δούμε μαζί τις διεθνείς εξελίξεις κωδικοποιώντας τες σε ένα πλαίσιο όχι ακριβώς θεωρητικό αλλά με αναφορές σε συστήματα σκέψης με βάση τα οποία οργανώθηκε και λειτούργησε η ευρωπαϊκή, αρχικά και η παγκόσμια στη συνέχεια κοινωνία.
Βεβαίως, ο χρόνος δεν φθάνει για να είμαστε λεπτομερείς σε όλα τα γεωπολιτικά πεδία. Θα επικεντρώσουμε, λοιπόν, το θέμα μας στην Ευρώπη, στις σχέσεις της ηπείρου μας με την Αμερική και κυρίως στην περιφέρειά μας. Λίγο τα Βαλκάνια και περισσότερο την Τουρκία.
Ο πρώτος λόγος που με κάνει να προσπαθώ να δω λίγο πιο θεωρητικά ας πούμε τις σχέσεις στην περιοχή μας είναι η διαπίστωσή μου, που εύχομαι να είναι λανθασμένη, ότι η Ελλάδα, η χώρα μας, δεν έχει μια γεωπολιτική ανάλυση ως λυδία λίθο στην εξωτερική της πολιτική.
Όπως όλα αφέθηκαν στην τύχη τους, έτσι αφέθηκε και η εξωτερική πολιτική. Και μπορεί σε θέματα που έχουν να κάνουν με το εσωτερικό γίγνεσθαι η εγκατάλειψή τους να έχει εσωτερικές επιπτώσεις, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, η αδιαφορία μπορεί να έχει τρομακτικές συνέπειες.
Ο δεύτερος λόγος που με οδήγησε στο να προσπαθήσω να αναγάγω την πολιτική διεθνών σχέσεων στην περιοχή μας σε πιο θεωρητικές αναφορές είναι ότι είμαι πεπεισμένος πως οι διαμορφωτές της εξωτερικής πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων σκέφτονται ανάλογα. Πριν εφαρμόσουν μια πολιτική διερευνούν αν τους συμφέρει η ισορροπία δυνάμεων, η realpolitik ή το Σύστημα Συλλογικής Ασφάλειας.
Υπάρχει και ένας τρίτος λόγος που έχει να κάνει με το γεγονός πως αν γνωρίζουμε με ποιο σύστημα σκέψης κινείται μια Μεγάλη Δύναμη μπορούμε να προβλέψουμε ως έναν βαθμό τις κινήσεις της και να διαμορφώσουμε έτσι τα πράγματα ώστε στο δικό της πεδίο να τύχουν ευνοϊκής αντιμετώπισης θέματα που μας απασχολούν.
Η νίκη στον ψυχρό πόλεμο έχει φέρει την Αμερική σε έναν κόσμο που έχει πολλές ομοιότητες με το ευρωπαϊκό πολιτειακό σύστημα του 18ου και του 19ου αιώνα και με μεθόδους τις οποίες μόνιμα αμφισβητούσαν οι αμερικανοί πολιτικοί και διανοούμενοι.
Η απουσία μιας βασικής ιδεολογικής ή στρατηγικής απειλής αφήνει ελεύθερα τα έθνη να ακολουθήσουν εξωτερικές πολιτικές που βασίζονται ολοένα και πιο πολύ στα άμεσα εθνικά συμφέροντά τους.
Τα διεθνή συστήματα ζουν ακροσφαλώς. Κάθε «παγκόσμια τάξη» εκφράζει μια φιλοδοξία μονιμότητας.
Με κάθε αιώνα που περνάει, όμως, διαπιστώνουμε πως, η διάρκεια των διεθνών συστημάτων μικραίνει.
Η τάξη πραγμάτων που γεννήθηκε από την Ειρήνη της Βεστφαλίας, κράτησε εκατόν πενήντα χρόνια.
Το διεθνές σύστημα που δημιουργήθηκε από το Συνέδριο της Βιέννης, διάρκεσε εκατό χρόνια.
Η διεθνής τάξη που είχε σαν κύριο χαρακτηριστικό της τον Ψυχρό πόλεμο, τέλειωσε μετά από σαράντα χρόνια.
(Ο διακανονισμός των Βερσαλλιών δεν λειτούργησε ποτέ σαν ένα σύστημα που τήρησαν οι μεγάλες δυνάμεις και ισοδυναμούσε με κάτι περισσότερο από μια ανακωχή μεταξύ δύο παγκοσμίων πολέμων).
Ποτέ ξανά οι συνιστώσες της παγκόσμιας τάξης, η δυνατότητα αλληλεπίδρασής τους και οι στόχοι τους δεν άλλαξαν τόσο γρήγορα, σε τόσο μεγάλο βαθμό ή τόσο οικουμενικά.
Κάθε φορά που οι οντότητες οι οποίες απαρτίζουν το διεθνές σύστημα αλλάζουν χαρακτήρα, αναπόφευκτα ακολουθεί μια περίοδος αναταραχής.
Ο Τριακονταετής πόλεμος είχε κατά κύριο λόγο να κάνει με τη μετάβαση από φεουδαρχικές κοινωνίες βασισμένες σε παραδόσεις και ισχυρισμούς οικουμενικότητας στο σύγχρονο πολιτειακό σύστημα που βασίζεται στο raison d’etat.
Οι πόλεμοι της γαλλικής επανάστασης σημάδεψαν τη μετάβαση στο κράτος-έθνος που ορίζεται από μια κοινή γλώσσα και ένα κοινό πολιτισμό.
Οι πόλεμοι του 20ου αιώνα προκλήθηκαν από τη διάλυση της οθωμανικής και της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, την αμφισβήτηση της κυριαρχίας της Ευρώπης και το τέλος της αποικιοκρατίας.
Σε κάθε μεταβατική περίοδο, αυτό που θεωρούνταν δεδομένο ξαφνικά γινόταν αναχρονιστικό: πολυεθνικά κράτη του 18ου αιώνα, αποικιοκρατία του 20ου.
Από το Συνέδριο της Βιέννης, η εξωτερική πολιτική έχει φέρει πιο κοντά το ένα έθνος με το άλλο- εξού και ο όρος «διεθνείς σχέσεις».
Το 19ο αιώνα, η εμφάνιση έστω και ενός νέου έθνους- όπως η ενωμένη Γερμανία- προκαλούσε δεκαετίες αναταραχών.
Από το τέλος του Β! Παγκοσμίου πολέμου, έχουν γεννηθεί σχεδόν εκατόν νέα έθνη, πολλά από αυτά εντελώς διαφορετικά από το ιστορικό κράτος-έθνος της Ευρώπης.
Το ευρωπαϊκό έθνος του 19ου αιώνα βασιζόταν σε μια κοινή γλώσσα και έναν κοινό πολιτισμό και με δεδομένη την τεχνολογία εκείνης της εποχής προσέφερε ένα όσο το δυνατόν καλύτερο πλαίσιο ασφαλείας , οικονομικής ανάπτυξης και άσκησης επιρροής σε διεθνή γεγονότα.
Στο μεταψυχροπολεμικό κόσμο, τα παραδοσιακά κράτη-έθνη της Ευρώπης – οι χώρες που σχημάτιζαν τη Συμφωνία της Ευρώπης μέχρι τον Α! Παγκόσμιο πόλεμο- δεν έχουν τους πόρους για έναν οικουμενικό ρόλο.
Η επιτυχία των προσπαθειών τους να σταθεροποιηθούν μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα καθορίσει την μελλοντική τους επιρροή
Ενωμένη η Ευρώπη θα συνεχίσει να πορεύεται σαν μια μεγάλη δύναμη. Χωρισμένη σε εθνικά κράτη, θα γλιστρήσει σε έναν δευτερεύοντα ρόλο
Όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η Αμερική θα παραμείνει το μεγαλύτερο και ισχυρότερο έθνος, αλλά σε ένα περιβάλλον ίσων, πρώτη μεταξύ ίσων, χωρίς, όμως, αυτό να σημαίνει ότι δεν θα είναι ένα έθνος σαν τα άλλα.
Η αμερικανική μοναδικότητα που αποτελεί την απαραίτητη βάση για μια ουιλσονική εξωτερική πολιτική, θα πάψει έτσι να αποτελεί ένα τόσο σημαντικό στοιχείο στον αιώνα που διανύουμε.
Από την κρίση που διανύουμε, θα περάσουμε σε έναν άλλο κόσμο, τα σημάδια του οποίου δεν είναι ακόμη πλήρως ορατά.
Οι Αμερικανοί δεν θα πρέπει να το δουν αυτό σαν ταπείνωση της Αμερικής ή σαν σύμπτωμα εθνικής παρακμής.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τους οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ένα έθνος μεταξύ άλλων και όχι μια κυρίαρχη υπερδύναμη.
Η άνοδος άλλων κέντρων δύναμης- στη Δυτική Ευρώπη, στην Ιαπωνία και στην Κίνα- δεν θα πρέπει να θορυβήσει τους Αμερικανούς.
Η Αμερική κινείται σε άγνωστα ύδατα και καλά θα έκανε να μελετήσει την περίοδο πριν από τον Γούντροου Ουίλσον και τον «αμερικανικό αιώνα» για ενδείξεις που θα τη βοηθήσουν στις επόμενες δεκαετίες.
Η ιδέα του Ρισελιέ για το raison d’etat– ότι τα συμφέροντα του κράτους δικαιολογούν τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την προστασία τους- ήταν πάντοτε αντιπαθητική για τους αμερικανούς.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αμερικανοί δεν άσκησαν ποτέ το raison d’etat.
Οι Αμερικανοί δεν ένοιωθαν όμως ποτέ άνετα όταν επρόκειτο να αναγνωρίσουν δημοσίως τα συμφέροντά τους.
Είτε σε παγκόσμιους πολέμους είτε σε περιφερειακές συγκρούσεις, οι Αμερικανοί ηγέτες πάντοτε διατείνονταν ότι αγωνίζονταν για τις αρχές τους και όχι για το εθνικό συμφέρον τους.
Για κάθε μελετητή της ευρωπαϊκής ιστορίας, η έννοια της ισορροπίας δυνάμεων φαίνεται αυταπόδεικτη.
Η ισορροπία δυνάμεων, όμως, όπως και το raison d’etat, είναι μια εξέλιξη των δύο τελευταίων αιώνων που ξεκίνησε αρχικά από το βασιλιά της Αγγλίας, το Γουλιέλμο ΙΙΙ, στην προσπάθειά του να βάλει χαλινάρι στις επεκτατικές τάσεις της Γαλλίας.
Η ιδέα ενός συνασπισμού αδύναμων κρατών για τη δημιουργία ενός αντίβαρου στα δυνατότερα δεν ήταν τόσο σπουδαία από μόνη της.
Ωστόσο, η ισορροπία των δυνάμεων προϋποθέτει συνεχή φροντίδα .
Με τον Ρίτσαρντ Νίξον στην αμερικανική σκέψη εισήλθε η έννοια της ισορροπίας δυνάμεων. Μέχρι τότε επικρατούσε το ουιλσονικό ιδεαλιστικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο η Αμερική δεν αγωνιζόταν για τα συμφέροντά της αλλά για τις αρχές της. Και προφανώς μέσω του αγώνα για τα πιστεύω της διασφαλίζονταν τα εθνικά της συμφέροντα.
Μετά το Νίξον, η Αμερική άρχισε να μεριμνά και για το εθνικό της συμφέρον και για την ισορροπία δυνάμεων. Ή καλύτερα, το ένα (το εθνικό συμφέρον), συνεπάγεται το δεύτερο (την ισορροπία δυνάμεων.
Την περίοδο που διανύουμε οι Αμερικανοί ηγέτες θα πρέπει να εξηγήσουν στο λαό τους ποιο είναι το εθνικό συμφέρον τους και πως προστατεύεται- στην Ευρώπη και την Ασία- με τη διατήρηση της ισορροπίας των δυνάμεων.
Η Αμερική θα χρειαστεί εταίρους για να μπορέσει να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων σε διάφορες περιοχές του κόσμου και οι εταίροι αυτοί δεν μπορεί να επιλέγονται με μόνη βάση την ηθική. Ο σαφής ορισμός του εθνικού συμφέροντος θα πρέπει να είναι ένας εξίσου ουσιώδης οδηγός για την αμερικανική πολιτική.
Και εδώ βρίσκει μια πρώτη πρακτική εφαρμογή η προσπάθειά μας να δούμε λίγο πιο θεωρητικά την αμερικανική πολιτική.
Από τη στιγμή που στην σκέψη της εξωτερικής της πολιτικής εισήλθε η έννοια του εθνικού συμφέροντος και της ισορροπίας δυνάμεων θα πρέπει να δούμε στα θέματα που μας αφορούν αν υπάρχει και πιο είναι το εθνικό της συμφέρον. Και αφού το προσδιορίσουμε, να δούμε με βάση την αρχή της ισορροπίας δυνάμεων πως θα το υλοποιήσει. Και στο πλαίσιο αυτής της υλοποίησης να διαμορφώσουμε την πολιτική μας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Τουρκία, οι κούρδοι και οι άλλες χώρες της περιοχής, ανάλυση την οποία θα σας κάνει σε λίγο ο συνομιλητής μου Σάββας Καλεντερίδης.
Όπως θα διαπιστώσουμε αργότερα, υπάρχουν περιοχές με μειωμένο ενδιαφέρον ή αδιάφορες σε ότι αφορά το αμερικανικό εθνικό συμφέρον.
Μια τέτοια περιοχή μπορεί να είναι τα Σκόπια. Εδώ, η Αμερική δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται να εφαρμόσει την πολιτική της ισορροπίας δυνάμεων οπότε επανέρχεται στις αρχές που διέπουν την ιδεοκρατία της, τον ουιλσονισμό δηλαδή.
Και το λέω αυτό διότι αν προσπαθούμε να επηρεάσουμε την αμερικανική πολιτική με το σύνδρομο ότι όλοι μας καταδιώκουν θα καταντήσουμε γραφικοί. Αν γνωρίσουμε τη φύση της πολιτικής τους μπορούμε να προσαρμόσουμε τα επιχειρήματά μας με τέτοιον τρόπο ώστε να βρουν ανταπόκριση. Γιατί να θεωρήσουμε εκ προοιμίου μακριά από τις ουιλσονικές αρχές το σεβασμό σε ιστορικές ή άλλες ευαισθησίες μιας κοινωνίας;
Το διεθνές σύστημα που διατηρήθηκε περισσότερο χωρίς κανένα μεγάλο πόλεμο ήταν εκείνο που προέκυψε από το Συνέδριο της Βιέννης.
Συνδύασε τη νομιμότητα με τις κοινές αξίες και τη διπλωματία της ισορροπίας των δυνάμεων.
Οι κοινές αξίες περιόριζαν το φάσμα των απαιτήσεων των εθνών, ενώ η ισορροπία περιόριζε τη δυνατότητα επιμονής για την ικανοποίησή τους.
Τον 20ο αιώνα, η Αμερική επιχείρησε δύο φορές να δημιουργήσει μια παγκόσμια τάξη με αποκλειστική σχεδόν βάση τις δικές της αξίες. Δεν μπορεί όμως ο ουιλσονισμός να αποτελεί τη μοναδική βάση για τη μεταψυχροπολεμική εποχή.
Η αρχή της σοφίας συνίσταται στην αναγνώριση της ανάγκης μιας ισορροπίας.
Όσο ισχυρή και αν είναι η Αμερική, καμιά χώρα δεν έχει την ικανότητα να επιβάλει όλες τις προτιμήσεις της στην υπόλοιπη ανθρωπότητα.
Απειλείται η δημιουργία ενός κενού στην πολιτική της Αμερικής μεταξύ των αξιώσεών της και της διάθεσής της να τα υποστηρίξει.
Στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο, η αμερικανική ιδεοκρατία χρειάζεται το προζύμη μιας γεωπολιτικής ανάλυσης για να μπορέσει να βγει από το λαβύρινθο νέων περιπλοκών. Και αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Πολύ περισσότερο, η γεωπολιτική ανάλυση αποτελεί προϋπόθεση της εξωτερικής πολιτικής άλλων μικρότερων δυνάμεων, όπως και η Ελλάδα.
Η γειτονική Τουρκία για παράδειγμα, έχει τέτοια ανάλυση.
Ο κ. Καλεντερίδης στο πολύ πετυχημένο blog που διατηρεί έχει δημοσιεύσει άρθρο με τίτλο «η γεωπολιτική σκέψη των τούρκων στρατηγών».
Είναι αρκετά αυτά που ακόμη θέλω να πω στο στυλ της ομιλίας που άρχισα, οπότε δεν μπορώ να επεκταθώ σε επι μέρους λεπτομέρειες της τουρκικής πολιτικής, αν και γενικές αναφορές της συμπεριφοράς της θα κάνω στη συνέχεια.
Η Αμερική δεν ήθελε να κυριαρχήσει ακόμη και τότε που είχε το πυρηνικό μονοπώλιο και γύρισε την πλάτη της στην ισορροπία των δυνάμεων ακόμη και όταν ασκούσε, όπως στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, αυτό που στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια διπλωματία για τα συμφέροντά της.
Αυτή είναι μια αμερικανική διαπίστωση με την οποία θα μπορούσαν να συμφωνήσουν και άλλοι αν η χρονική αναφορά γίνεται πριν το 1970. Πριν δηλαδή την προεδρία του Ρίτσαρντ Νίξον.
Στον 21ο αιώνα, η Αμερική, όπως και άλλα έθνη, θα πρέπει να μάθει να κινείται μεταξύ αναγκαιότητας και επιλογής, ανάμεσα στις αναλλοίωτες σταθερές των διεθνών σχέσεων και στα στοιχεία που υπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια των πολιτικών.
Κάθε φορά που επιτυγχάνεται μια ισορροπία μεταξύ αξιών και αναγκαιότητας, η εξωτερική πολιτική θα πρέπει να αρχίζει με κάποιον ορισμό του τι συνιστά ένα ζωτικό συμφέρον– μια μεταβολή στο διεθνές περιβάλλον που έχει τόσες πιθανότητες να υποσκάψει την εθνική ασφάλεια ώστε θα πρέπει να αποκρουστεί όποια μορφή και αν πάρει η απειλή ή όσο επιφανειακά νόμιμη και αν φαίνεται.
Πόσο, μάλλον, αν πρόκειται και για παράνομη απειλή.
Στις καλές της εποχές η Μεγάλη Βρετανία θα είχε καταφύγει σε πόλεμο για να προλάβει την κατοχή των λιμανιών της Μάγχης στις Κάτω Χώρες, έστω και αν είχαν καταληφθεί από μια μεγάλη δύναμη με ηγέτες αγίους.
Στο μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής ιστορίας το δόγμα Μονρόε χρησίμευε σαν ένας λειτουργικός ορισμός του αμερικανικού εθνικού συμφέροντος .
Τι πρέπει να κάνει εν προκειμένω η Ελλάδα, όταν η διαφαινόμενη ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή ουσιαστικά απειλεί την παρουσία της στην περιοχή;
Από την εμπλοκή του Γούντροου Ουίλσον στον Α! Παγκόσμιο Πόλεμο η Αμερική απέφευγε να προσδιορίσει το εθνικό συμφέρον της με το επιχείρημα ότι δεν αντιτίθετο στην ίδια την αλλαγή, αλλά στη χρήση βίας για την επιβολή της.
Κανένας από αυτούς τους ορισμούς δεν επαρκεί πλέον.
Γεωπολιτικά η Αμερική είναι ένα νησί μακριά από τις ακτές της γήινης μάζας της Ευρασίας, οι πόροι και ο πληθυσμός της οποίας είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η κυριαρχία μιας μόνο δύναμης σε οποιαδήποτε από τις δύο κύριες σφαίρες της Ευρασίας- Ευρώπη ή Ασία- παραμένει ένας καλός ορισμός στρατηγικού κινδύνου για την Αμερική, με ή χωρίς ψυχρό πόλεμο. Και αυτό επειδή μια τέτοια δύναμη θα είχε την ικανότητα να ξεπεράσει την Αμερική στον οικονομικό και, τέλος, στον στρατιωτικό τομέα επίσης.
Ο κίνδυνος αυτός θα έπρεπε να αποτραπεί έστω και αν η κυρίαρχη δύναμη φαινόταν καλοπροαίρετη, γιατί αν άλλαζαν ποτέ οι προθέσεις της, η Αμερική θα βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση για μια αποτελεσματική αντίσταση, ενώ οι δυνατότητές της να διαμορφώσει τα γεγονότα θα έφθιναν ολοένα και πιο πολύ.
Φαντάζομαι να κάνετε την αναγκαία προβολή και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Τουρκία.
Ας παραμείνουμε, όμως, στο παράδειγμα της Αμερικής και την αναζήτηση γεωπολιτικής σκέψης στο χώρο της Ευρασίας.
Κατά την αμερικανική εκτίμηση, την οποία επέλεξα συνειδητά γι αυτήν την ανάλυση,
δεν είναι προς το συμφέρον καμιά χώρας να δουν Γερμανία και Ρωσία η μία την άλλη σαν κύριο εταίρο ή κύριο αντίπαλο.
Αν έρθουν πολύ κοντά, δημιουργούν φόβους συγκυριαρχίας. Αν συγκρουστούν εμπλέκουν την Ευρώπη σε κλιμακούμενες κρίσεις.
Αμερική και Ευρώπη έχουν κοινό συμφέρον να αποφύγουν αχαλίνωτες γερμανικές και ρωσικές πολιτικές που θα ανταγωνίζονται η μία την άλλη για το κέντρο της ηπείρου.
Χωρίς την Αμερική η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία δεν μπορούν να διατηρήσουν την πολιτική ισορροπία στην Ευρώπη. Η Γερμανία θα έμπαινε στον πειρασμό του εθνικισμού. Η Ρωσία δεν θα είχε έναν οικουμενικό συνομιλητή. Και χωρίς την Ευρώπη, η Αμερική θα μπορούσε να μετατραπεί, ψυχολογικά, γεωγραφικά και γεωπολιτικά σε ένα νησί έξω από τις ακτές της Ευρασίας.
Με αφορμή και τη διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη για επάνοδο της Γαλλίας στο στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας, να σημειώσουμε πως η σχετική διαμάχη (πρώην διαμάχη) Γαλλίας -ΗΠΑ είναι παλιά και έχει και θεωρητικές αναφορές στις οποίες αξίζει τον κόπο να αναφερθούμε.
Η Αμερική έχει επικρατήσει στο ΝΑΤΟ με το λάβαρο της ενότητας. Η Γαλλία υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας, έχει διαμορφώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το αποτέλεσμα της διαφωνίας τους είναι ότι ο ρόλος της Αμερικής στον στρατιωτικό τομέα είναι πολύ ισχυρός για να προωθήσει μια ευρωπαϊκή πολιτική ταυτότητα, ενώ της Γαλλίας είναι πολύ δογματικός σε θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής αυτονομίας για να προωθήσει τη συνοχή του ΝΑΤΟ. Τι θα αλλάξει με τη γαλλική επιστροφή στο ΝΑΤΟ; Θα το διαπιστώσουμε τώρα τον Απρίλιο, με τη Σύνοδο Κορυφής της Συμμαχίας.
Οι Αμερικανοί πιστεύουν πως από την άποψη των ιδεών, η διαμάχη είναι αντίγραφο της σύγκρουσης των ιδεών του Ρισελιέ με τις ιδέες του Ουίλσον- μεταξύ εξωτερικής πολιτικής ως ισορροπίας συμφερόντων και διπλωματίας ως επιβεβαίωσης μιας υποκείμενης αρμονίας.
Και οι δύο εταίροι, στην πραγματικότητα εφαρμόζουν μια μέθοδο διεθνών σχέσεων που έχουν αντλήσει ο καθένας από την ιστορία του.
Η Γαλλία έχει κληρονομήσει τον ευρωπαϊκό τρόπο διπλωματίας που ξεκίνησε από αυτήν την ίδια πάνω από 300 χρόνια πριν.
Ενώ η Μεγάλη Βρετανία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ρόλο του φύλακα της ισορροπίας των δυνάμεων, η Γαλλία καλώς ή κακώς, συνεχίζει να υπερασπίζεται τις πολιτικές του raison d’etat και τους ακριβείς υπολογισμούς συμφερόντων και όχι την επιδίωξη μιας αφηρημένης αρμονίας.
Με την ίδια συνέπεια, αν και για μικρότερο χρονικό διάστημα, η Αμερική έχει εφαρμόσει τον Ουιλσονισμό.
Βέβαιη για την ύπαρξη μιας υποκείμενης αρμονίας η Αμερική επιμένει ότι από τη στιγμή που ήταν ταυτόσημοι οι ευρωπαϊκοί και οι αμερικανικοί αντικειμενικοί σκοποί, η αυτονομία της Ευρώπης ήταν ή περιττή ή επικίνδυνη.
Οι ευρωπαϊκές προκλήσεις δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με μια κατά λέξη εφαρμογή της πολιτικής ούτε του Ρισελιέ, ούτε του Ουίλσον.
Η μέθοδος του Ρισελιέ ενισχύει τον εθνικισμό μεμονωμένων ευρωπαϊκών χωρών και οδηγεί σε μια διχασμένη Ευρώπη.
Ένας αδιύλιστος ουιλσονισμός, από την άλλη, θα αποδυνάμωνε την έννοια της ευρωπαϊκής ταυτότητας.
Η απόπειρα δημιουργίας ευρωπαϊκών θεσμών με βάση τους την αντίθεση προς τις Ηνωμένες Πολιτείες θα καταστρέψει στο τέλος τόσο την ευρωπαϊκή ενότητα όσο και την ατλαντική συνοχή.
Από την άλλη πλευρά, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν χρειάζεται να φοβούνται μια ισχυρότερη ευρωπαϊκή ταυτότητα μέσα στο ΝΑΤΟ, επειδή είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς μια αυτόνομη ευρωπαϊκή στρατιωτική δράση σε οποιαδήποτε κλίμακα και περιοχή χωρίς την πολιτική υποστήριξη και τη διοικητική μέριμνα της Αμερικής.
Τελικά δεν είναι η ενιαία διοίκηση αυτή που δημιουργεί την ενότητα, αλλά μια αίσθηση κοινών συμφερόντων πολιτικής και ασφάλειας.
Οι αμερικανοί πολιτικοί διανοητές πιστεύουν ακόμη ότι μια χώρα με την ιδεαλιστική παράδοση της Αμερικής δεν μπορεί να βασίζει την πολιτική της στην ισορροπία των δυνάμεων θεωρώντας την ως αποκλειστικό κριτήριο για μια νέα παγκόσμια τάξη.
Θα πρέπει να μάθει όμως ότι η ισορροπία αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για την επίτευξη των ιστορικών της στόχων.
Και αυτοί οι ανώτεροι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν με ρητορικές ή με επιτηδευμένη συμπεριφορά. Το εμφανιζόμενο διεθνές σύστημα είναι πολύ πιο περίπλοκο από ό,τι έχει γνωρίσει ως τώρα η αμερικανική διπλωματία.
Ήδη από το 1972 ο Ρίτσαρντ Νίξον είχε δηλώσει στο περιοδικό Time:
«Όταν ένα έθνος γίνεται πολύ ισχυρότερο από ένα δυνητικό ανταγωνιστή του, τότε είναι που δημιουργείται ο κίνδυνος πολέμου. Γι αυτό πιστεύω σε ένα κόσμο όπου θα είναι ισχυρές οι Ηνωμένες Πολιτείες. Νομίζω ότι θα είναι ασφαλέστερος και καλύτερος όταν έχουμε μια ισχυρή και υγιή Αμερική, Ευρώπη, Σοβιετική Ένωση (τότε), Κίνα, Ιαπωνία, έτσι ώστε η μία να αντισταθμίζει την άλλη σε μια εύρυθμη ισορροπία».
Αυτή η αντίληψη οργάνωσης της παγκόσμιας κοινωνίας στη βάση μιας ισορροπίας δυνάμεων, γιατί να μην εφαρμόζεται και σε τοπικό επίπεδο;
Και αν είναι να πάρει κανείς στα σοβαρά την ισορροπία των δυνάμεων τότε η προοπτική και μόνο μια γεωπολιτικής αναστάτωσης δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί. Τη στιγμή που θα συνέβαινε η αλλαγή, ίσως ήταν πολύ αργά για να την προλάβει κανείς.
Ας γίνουμε τώρα πιο συγκεκριμένοι:
Τηρουμένων των αναλογιών η Τουρκία θυμίζει τη Γερμανία του μεσοπολέμου κυρίως στο ό,τι και οι δύο ήταν και είναι αναθεωρητικές δυνάμεις.
Η Γερμανία του μεσοπολέμου προσπάθησε και το πέτυχε να ανατρέψει τη Συνθήκη των Βερσαλιών, τη Συνθήκη με την οποία τελείωσε ο Α! Π.Π. έχοντας απέναντί της μια αποδεκατισμένη ευρωπαϊκή κοινωνία που δεν ήταν διατεθειμένη να διαφυλάξει όχι μόνο τις προβλέψεις της Συνθήκης αλλά ούτε καν να δει ότι κινδύνευε η ασφάλειά της.
Η σημερινή Τουρκία έχει βαλθεί εδώ και καιρό να ανατρέψει ό,τι δεν τη συμφέρει από τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Η Γερμανία του μεσοπολέμου, αναζητούσε ζωτικό χώρο, άλλωστε από τη Γερμανική επιμονή έγινε γνωστός ευρύτερα ο όρος.
Τη θεωρία του ζωτικού χώρου επικαλείται και η Τουρκία για να αμφισβητήσει το καθεστώς του Αιγαίου και το διεθνές δίκαιο.
Κοντόθωροι υπολογισμοί από τη Μεγάλη Βρετανία, στο μεσοπόλεμο, και κάθετη πτώση του γαλλικού ηθικού και της γαλλικής ισχύος, οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια στην ανατροπή και του τελευταίου ίχνους ισορροπίας δυνάμεων που οικοδομήθηκε για χρόνια στη γηραιά ήπειρο αν και εκείνο που κυριάρχησε ως οργάνωση του διεθνούς συστήματος δεν ήταν οι αρχές της ισορροπίας δυνάμεων αλλά της συλλογικής ασφάλειας. Οι γνωστοί ιδεαλισμοί του αμερικανού προέδρου Γούντροου Ουίλσον που οδήγησαν στη δημιουργία της κοινωνίας των Εθνών, προπλάσματος του σημερινού ΟΗΕ.
Κάτω από τη μύτη της τότε διεθνούς κοινότητας, μια αναθεωρητική δύναμη, η χαμένη του πολέμου Γερμανία επανεξοπλιζόταν και καταπατούσε όλα τα άρθρα της Συνθήκης των Βερσαλιών χωρίς την παραμικρή αντίδραση.
Και σήμερα στην περιοχή μας, μια άλλη αναθεωρητική δύναμη, η Τουρκία, ανατρέπει προσεκτικά την ισορροπία δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί από τη Συνθήκη της Λωζάννης και εντεύθεν χωρίς κανείς να αντιδρά..
Τα αποτελέσματα αυτής της ανατροπής θα είναι μοιραία για όλες τις γειτονικές χώρες αν δεν αντιδράσουν τουλάχιστον διπλωματικά όσο είναι καιρός.
Εδώ και 400 χρόνια το Ευρωπαϊκό σύστημα βασίστηκε σε τρείς ή καλύτερα τέσσερις θεωρητικές κατηγορίες: Τη raison d’etat, την ισορροπία δυνάμεων, τη Realpolitik, και τελευταία τη λεγόμενη Συλλογική Ασφάλεια.
Η raison d’etat του καρδινάλιου Ρισελιέ, είναι αυτό που λέμε σήμερα: «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Η ισορροπία δυνάμεων ως σύστημα οργάνωσης της διεθνούς κοινωνίας εμφανίστηκε το 17ο αιώνα αφού κατέρρευσαν τα οικουμενικά οράματα για μια παγκόσμια τάξη την οποία θα χαρακτήριζαν οι ιδέες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της καθολικής εκκλησίας.
Καταλύτης σ αυτήν την εξέλιξη ήταν η Μεταρρύθμιση η οποία ματαίωσε την προοπτική μιας ηγεμονικής αυτοκρατορίας, της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας..
Τα νεογέννητα κράτη είχαν ανάγκη κάποιας αρχής για να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους και τη βρήκαν στην ιδέα του raison d’etat, του κρατικού συμφέροντος, δηλαδή και της ισορροπίας δυνάμεων.
Το raison d’etat βεβαίωνε ότι η ευημερία του κράτους δικαιολογούσε όλα τα δυνατά μέσα για τη συνέχιση και τη βελτίωσή της.
Το εθνικό συμφέρον υποσκέλισε τη μεσαιωνική ιδέα μιας οικουμενικής ηθικής
Η ισορροπία των δυνάμεων αντικατέστησε τη νοσταλγία για μια οικουμενική μοναρχία με την παρηγοριά πως το κάθε κράτος επιδιώκοντας τα ιδιοτελή συμφέροντά του θα συνεισέφερε κατά κάποιον τρόπο στην ασφάλεια και την πρόοδο όλων των άλλων.
Η πρώτη και περιεκτικότερη διατύπωση αυτής της νέας μεθόδου ήρθε από τη Γαλλία, που ήταν επίσης από τα πρώτα έθνη-κράτη στην Ευρώπη.
Η Γαλλία ήταν η χώρα που θα έχανε τα περισσότερα αν επανακτούσε τις δυνάμεις της η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επειδή θα μπορούσε κάλλιστα να «φιλανδοποιηθεί» από αυτήν.
Καθώς εξασθένιζαν οι θρησκευτικοί περιορισμοί η Γαλλία άρχισε να εκμεταλλεύεται τις αντιπαλότητες που είχε προκαλέσει η Μεταρρύθμιση ανάμεσα στους γείτονές της.
Βασικός συντελεστής στη διαμόρφωση της γαλλικής πολιτικής ήταν μια απίθανη προσωπικότητα, ένας πρίγκιπας της εκκλησίας, ο Αρμάν Ζαν ντι Πλεσί, καρδινάλιος ντι Ρισελιέ, πρωθυπουργός της Γαλλίας από το 1624 ως το 1642.
Ο Ρισελιέ ήταν ο πατέρας του σύγχρονου κρατικού συστήματος.
Δική του ήταν η ιδέα του raison d’etat, και την εφάρμοσε ανελέητα για το καλό της πατρίδας του.
Για να εξουθενώσει τους εμπόλεμους και να παρατείνει τον πόλεμο, ο Ρισελιέ χρηματοδοτούσε τους εχθρούς των εχθρών του, δωροδοκούσε, υποκινούσε εξεγέρσεις και χρησιμοποιούσε ένα εντυπωσιακό πλήθος από δυναστικά και νομικά επιχειρήματα. Τα κατάφερε τόσο καλά ώστε ο πόλεμος που είχε αρχίσει το 1618 να συνεχίζεται τη μια δεκαετία μετά την άλλη, ώσπου, τελικά, η ιστορία δε βρήκε καταλληλότερο όνομα γι αυτόν από την ίδια τη διάρκειά του-Τριακονταετής πόλεμος.
«Σε θέματα κρατικής πολιτικής», έγραψε ο Ρισελιέ στην Πολιτική Διαθήκη του, όποιος έχει τη δύναμη έχει συχνά και το δίκιο με το μέρος του, ενώ αυτός που είναι αδύναμος μόνο με πολύ μεγάλη δυσκολία μπορεί να αποφύγει τη ρετσινιά του άδικου από την πλειοψηφία της παγκόσμιας γνώμης»- ένα αξίωμα που σπάνια διαψεύστηκε στους επόμενους αιώνες.
Ο Ρισελιέ, φοβόταν μια ενωμένη Κεντρική Ευρώπη και απέτρεψε την πραγματοποίησή της. Κατά πάσα πιθανότητα καθυστέρησε την ενοποίηση της Γερμανίας περίπου δύο αιώνες.
Η Γερμανία δεν κατόρθωσε να γίνει κράτος έθνος. Διασπασμένη και με την προσοχή της συγκεντρωμένη σε φτηνές δυναστικές φιλονικίες, έγινε εσωστρεφής.
Το αποτέλεσμα ήταν η Γερμανία να μην αναπτύξει εθνική πολιτική κουλτούρα και να περιβληθεί από μια σκληρή κρούστα επαρχιωτισμού, από τον οποίο δεν κατόρθωσε να βγει παρά μόνο προς τα τέλη του 19ου αιώνα , όταν την ενοποίησε ο Μπίσμαρκ.
Η ισορροπία συνήθως πηγάζει από τη διαδικασία ματαίωσης της προσπάθειας κάποιας συγκεκριμένης χώρας να κυριαρχήσει, όπως έγινε αργότερα με τη Συμφωνία της Ευρώπης, μια προσπάθεια, αυτήν τη φορά να αναχαιτισθεί η Γαλλία από τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, όταν απέκτησε υπερβολική ισχύ και δεν μπορούσε να τη διαχειριστεί με μετριοπάθεια.
( Η διατήρηση της ισχύος με μετριοπάθεια είναι κομβικό σημείο στην πολιτική μιας χώρας. Κάτι που δεν συναντάμε στην περίπτωση της Τουρκίας η οποία φέρεται αρκούντως αλαζονικά. Γιατί τι ήταν ο περίπλους του τουρκικού πολεμικού πλοίου μέσα στα ελληνικά χωρικά ύδατα, περίπλους που προκάλεσε απλώς μια γκρίνια μέσω των ΜΜΕ της Ωραίας Κοιμωμένης, Αθήνας. Τι άλλο από αλαζονεία είναι η έμπρακτη και με συμμαχική βοήθεια αυτές τις ημέρες αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο;)
Στον κόσμο που εγκαινίασε ο Ρισελιέ, τα κράτη δεν περιορίζονταν πια από προσποιητούς ηθικούς κώδικες.. Αν το καλό του κράτους ήταν η ύψιστη αξία, καθήκον του ηγέτη του ήταν το μεγάλωμα και η προβολή της δόξας του. Οι ισχυρότεροι θα προσπαθούσαν να εξουσιάσουν και οι πιο αδύναμοι θα αντιστέκονταν ιδρύοντας συνασπισμούς για να αυξήσουν τη δύναμή τους.
Αν ο συνασπισμός ήταν αρκετά δυνατός για να αποκρούσει τον επιτιθέμενο, αποτέλεσμα θα ήταν μια ισορροπία δυνάμεων. Αν όχι, κάποια χώρα θα αναλάμβανε ηγεμονικό ρόλο.
Με λίγα λόγια, η ισορροπία δυνάμεων αποτελεί μια διευθέτηση υποθέσεων με τρόπο ώστε κανένα κράτος να μην είναι σε θέση να ασκεί απόλυτο έλεγχο και κυριαρχία επι των άλλων.
Αυτή η ηγεμονική επιδίωξη είναι ο κύριος σκοπός της Τουρκίας στην περιοχή σήμερα. Αυτό ακριβώς διακυβεύεται στην περιοχή μας. Θα μπορέσει να υπάρξει μια διπλωματικού χαρακτήρα, έστω, συσπείρωση δυνάμεων που να αντιδράσει στην απειλούμενη ανατροπή της ισορροπίας στην περιοχή από την εν δυνάμει ευρισκομένη ακόμη ανάδυση της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, συνεπικουρούμενης από τις Ηνωμένες Πολιτείες; Ή το μοιραίο θα συντελεσθεί;
Και αν είναι να συντελεσθεί το μοιραίο, μήπως θα πρέπει όχι μόνοι μας αλλά και με άλλους γείτονες να πείσουμε όσους ισχυρούς ενδιαφέρονται ότι η Τουρκία, με αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά που έχει σήμερα, όχι μόνο ως περιφερειακή δύναμη δεν μπορεί να λειτουργήσει αλλά θα αποτελεί δυναμικό πρόβλημα αποσταθεροποίησης της περιοχής;
Η ίδια η Τουρκία προσπαθεί να διατηρήσει τη φύση του καθεστώτος και της εθνοτικής ισορροπίας ή μάλλον ανισορροπίας που έχει στο εσωτερικό της και να αναδειχθεί τοπική δύναμη. Θεωρητικός αρωγός της πολιτικής προσπάθειάς της είναι η θεωρία του καθηγητή και συμβούλου του Ερντογάν, Αχμέτ Νταβούτογλου που χαρακτηρίσθηκε νεοοθωμανική.
Το εθνικό συμφέρον της Ελλάδος επιβάλει να μην κυριαρχήσει στην περιοχή καμιά δύναμη.
Επιδιώκοντας αυτό ως αντικειμενικό σκοπό, θα μπορούσε να προσφέρει τις υπηρεσίες της σε οποιονδήποτε συνδυασμό εθνών με τις ίδιες ιδέες.
Αλλά εκείνο που παρατηρούμε είναι μια αναβάθμιση κύρους και ισχύος της γειτονικής Τουρκίας.
Αν οι δυτικές δυνάμεις συνειδητοποιήσουν σήμερα πως η τελευταία φορά που η ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή ανατράπηκε ήταν επι οθωμανικής αυτοκρατορίας, θα ανησυχήσουν για τον τουρκικό νεοοθωμανισμό και θα βοηθήσουν στη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή.
Το σκηνικό στην περιοχή μας θυμίζει, σε άλλη κλίμακα βέβαια και άλλη εποχή, τον …ψύχραιμο τρόπο με τον οποίο παρακολουθούσε η Βρετανία τη Γερμανία στο μεσοπόλεμο.
Οι ηγέτες της θεωρούσαν την καταπτοημένη Γαλλία σα μια δυνητικά κυρίαρχη δύναμη που έπρεπε να εξισορροπηθεί, ενώ τη Γερμανία, που επεδίωκε την αναθεώρηση της τάξης πραγμάτων την έβλεπαν σαν το αδικημένο κράτος που είχε ανάγκη από φίλους.
Το ίδιο γίνεται και τώρα με την Τουρκία. Το κύριο μέλημα της δύσης είναι το καλόπιασμά της γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την αίσθηση στη γειτονική χώρα της ατιμωρισίας για ό,τι και αν κάνει.
Οι θεωρίες της ισορροπίας δυνάμεων θα έπρεπε να δείχνουν ξεκάθαρα πως μια μεγάλη και ισχυρή Γερμανία που συνόρευε ανατολικά με μικρά και αδύναμα κράτη συνιστούσε μια επικίνδυνη απειλή.
Κι σήμερα θα πρέπει να εθελοτυφλεί κανείς ώστε να μην αντιλαμβάνεται πως η Τουρκία αξιοποιεί το όποιο γεωπολιτικό της πλεονέκτημα και τις μειονότητες στα Βαλκάνια και όπου αλλού μπορεί, για να ελέγχει και να αποσταθεροποιεί χώρες και περιοχές.
Σήμερα επιδιώκει να διαδραματίσει ρόλο στη Μέση Ανατολή εκμεταλλευόμενη το κενό που έχει αφήσει η απουσία μιας εξισορροπιτικής, του Ισραήλ και των ΗΠΑ, δύναμης στην περιοχή. Το ίδιο θα επιδιώξει αύριο στα βαλκάνια εκμεταλλευόμενη μικρές ή μεγαλύτερες θρησκευτικές μειονότητες.
Και τότε θα είναι αργά. Όπως αργά ήταν όταν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις συνειδητοποίησαν ότι με τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούσαν για τις προθέσεις της Γερμανίας δεν γίνεται εξωτερική πολιτική.
Η εξωτερική πολιτική χτίζει στην άμμο όταν αγνοεί τις πραγματικές σχέσεις ισχύος και βασίζεται σε προφητείες για τις προθέσεις των άλλων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ισορροπίας δυνάμεων είναι το Συνέδριο της Βιέννης το οποίο συνήλθε το Σεπτέμβριο του 1814 για να σχεδιάσει το μεταπολεμικό κόσμο, τον κόσμο μετά την ήττα του Μεγάλου Ναπολέοντα.
Οι αρχιτέκτονες του Συνεδρίου της Βιέννης συνειδητοποίησαν ότι για να γνωρίσει ειρήνη και σταθερότητα η Κεντρική Ευρώπη, θα πρέπει να γκρεμίσουν ό,τι είχε χτίσει ο Ρισελιέ το 17ο αιώνα.
Εκείνος ήταν που είχε υποθάλψει μια αδύναμη, τεμαχισμένη Κεντρική Ευρώπη, προσφέροντας στη Γαλλία το μόνιμο πειρασμό του να καταπατήσει τα εδάφη της και να τη μετατρέψει σε γήπεδο αθλοπαιδιών για το γαλλικό στρατό.
Έτσι οι πολιτικοί στη Βιέννη αποφάσισαν να σταθεροποιήσουν αλλά όχι να ενοποιήσουν τη Γερμανία.
«Έχει μεγαλύτερη σημασία να εξαλείφουμε τις διεκδικήσεις των άλλων παρά να επιμένουμε στις δικές μας», έγραφε ο Μέτερνιχ, η ψυχή του Συνεδρίου της Βιέννης σε έναν αυστριακό διπλωμάτη.
Η Realpolitik
Εκείνο που προσιδιάζει περισσότερο στην τουρκική πολιτική είναι η Realpolitik, μια έννοια που καθιερώθηκε κυρίως μετά το Συνέδριο της Βιέννης για να περιγράψει την πολιτική του Πρώσου Μπίσμαρκ.
Ο Μπίσμαρκ αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση πολιτικού που υπογραμμίζει τη σημασία του υποκειμενικού παράγοντα στην ιστορία. Της σημασίας δηλαδή που διαδραματίζουν τα πρόσωπα στην ιστορία.
Ο Μπίσμαρκ, άσκησε πολύ καλά την Realpolitik αλλά οι απαιτήσεις για να ασκήσεις μια τέτοια πολιτική είναι τόσο πολλές ώστε οι διάδοχοί του δεν τα κατάφεραν.
Τηρουμένων των αναλογιών ο Ερντογάν σήμερα ακροβατεί με επιτυχία στο τεντωμένο σκοινί μεταξύ ισλαμιστών και στρατιωτικών στο εσωτερικό της Τουρκίας, και χειρίζεται επιδέξια τις λεπτές ισορροπίες στη Μέση Ανατολή που είναι αμφίβολο αν με την ίδια επιτυχία θα τα κατάφερνε ένας διάδοχός του.
Η Realpolitik είναι η πολιτική που ακολουθεί μια χώρα η οποία ναι μεν δεν εγκαταλείπει την αρχή της ισορροπίας δυνάμεων αλλά για τους άλλους. Για να πετύχει η ισορροπία δυνάμεων που επιδιώκει η χώρα, πρέπει η ίδια να αποκτήσει ισχύ, την οποία βεβαίως θα διαχειριστεί με μετριοπάθεια, ευφυία και σύνεση.
Αυτήν την πολιτική ακολούθησε ο Μπίσμαρκ και πέτυχε, ενοποιώντας τη Γερμανία. Αυτήν την πολιτική, όμως, δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν οι διάδοχοί του, διότι δεν είχαν την ίδια πολιτική οξύνοια με τον ίδιο και διοχέτευσαν την ισχύ της χώρας τους στον καταστροφικό Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αυτήν την πολιτική θέλει να ακολουθήσει ο Ταγίπ Ερντογάν και οι εξελίξεις, μέχρι τώρα δείχνουν να τον ευνοούν.
Το αν έχει την οξύνοια και τη δυνατότητα να την ολοκληρώσει είναι ακόμη νωρίς να το δούμε.
Εκείνο που είναι βέβαιο, είναι ότι οι προθέσεις πια δεν κρύβονται.
Το κακό είναι ότι οι ψευδαισθήσεις των άλλων χωρών περισσεύουν είτε από αδυναμία είτε από απροθυμία να μπουν σε μια περιπέτεια επαναπροσδιορισμού των ισορροπιών της περιοχής στη βάση της αρχής της ισορροπίας δυνάμεων και όχι της Realpolitik.
Σύγχρονος του Μπίσμαρκ ήταν ο Γάλλος βασιλιάς Ναπολέων ο ΙΙΙ, ο οποίος με την πολιτική του διευκόλυνε την ένωση της Γερμανίας, κάτι που αποτελούσε μόνιμη γαλλική προσπάθεια να μην επιτευχθεί διότι θα αποτελούσε το μεγαλύτερο κίνδυνο για τη Γαλλία όπως και αποδείχθηκε.
Η πολιτική του Μπίσμαρκ δεν είχε ποτέ την υποστήριξη κάποιας σημαντικής ομάδας ψηφοφόρων. Πολύ δημοκρατική για τους συντηρητικούς, απολυταρχική για τους φιλελεύθερους και περισσότερο από όσο έπρεπε προσανατολισμένη προς την πολιτική της ισχύος για τους νομιμόφρονες, η νέα Γερμανία ήταν φτιαγμένη από μια μεγαλοφυία που σκόπευε να ελέγξει τις δυνάμεις τις οποίες είχε απελευθερώσει, εξωτερικές και εσωτερικές, με τον κατάλληλο χειρισμό των ανταγωνισμών τους– μια τεχνική που αυτός έπαιζε στα δάκτυλα, η οποία, όμως αποδείχτηκε πολύ δύσκολη για τους διαδόχους του.
Ο Μπίσμαρκ ισχυριζόταν ότι η ισχύς παρείχε τη δική της νομιμοφροσύνη. Οι Πρώσσοι συντηρητικοί με τους οποίους ήρθε σε ρήξη αντέτειναν ότι η νομιμοφροσύνη αντιπροσώπευε μια αξία που δεν μπορούσε να μετρηθεί με γνώμονα την ισχύ.
Ο Μπίσμαρκ πίστευε πως μια σωστή εκτίμηση της ισχύος εμπεριείχε και ένα δόγμα αυτοπεριορισμού.
Οι συντηρητικοί επέμεναν ότι τελικά μόνο οι ηθικές αρχές μπορούσαν σε τελευταία ανάλυση να θέσουν φράγμα στις διεκδικήσεις που απέρρεαν από την ισχύ.
Η μετατροπή της ισχύος σε μοναδικό κριτήριο ανάγκασε με τον καιρό, όλα τα έθνη να συμμετάσχουν στις κούρσες εξοπλισμού και να ασκήσουν εξωτερικές πολιτικές αναμέτρησης.
Το σύστημα Μέτερνιχ (το σύστημα της ισορροπίας δυνάμεων) προσπαθούσε να επιφέρει αλλαγές περισσότερο μέσω ευρωπαϊκών συνεδρίων, παρά με μια εξωτερική πολιτική απειλών και ανταπειλών.
Ο Μπίσμαρκ ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα διαφωνούσε με την αποτελεσματικότητα μιας ηθικής συναίνεσης. Γι αυτόν, όμως, ήταν απλώς ένα από τα πολλά στοιχεία δύναμης. Η σταθερότητα της διεθνούς τάξης εξαρτιόταν από αυτήν τη λεπτή διαφορά.
Η ευθύνη των πολιτικών έχει περισσότερο να κάνει με την επίλυση προβλημάτων παρά με την ενατένισή τους, λέει ο Κίσσινγκερ. Για ηγέτες που δεν μπορούν να διαλέξουν μια από τις εναλλακτικές τους λύσεις , η περίσκεψη γίνεται άλλοθι για την απραξία.
Ο Ναπολέων ΙΙΙ , είχε πειστεί για τη σοφία της αδράνειας, προσφέροντας έτσι τη δυνατότητα στην Πρωσία και την Αυστρία να ρυθμίσουν το μέλλον των δουκάτων του Έλβα.
Ο Ναπολέων αντιπροσώπευε την τάση της μεταφοράς της πολιτικής στις δημόσιες σχέσεις.
Ο Μπίσμαρκ αντικαθρέπτιζε την τάση της ταύτισης της πολιτικής με την ανάλυση της ισχύος.
Σύμφωνα με τον Κίσσινγκερ, πάντα, ο λαός μακροπρόθεσμα δεν σέβεται τους ηγέτες που καθρεφτίζουν τις δικές του ανασφάλειες ή βλέπουν μόνο τα συμπτώματα των κρίσεων και όχι τις μακροχρόνιες τάσεις.
Ο ρόλος του ηγέτη είναι να πάρει επάνω του το βάρος της δράσης με βάση την εμπιστοσύνη στη δική του εκτίμηση για το που πηγαίνουν τα πράγματα και πως μπορούν να επηρεαστούν.
Αν δεν το κατορθώσει, οι κρίσεις θα πολλαπλασιασθούν, κάτι που αποτελεί έναν άλλο τρόπο για να πει κανείς ότι ένας ηγέτης έχει χάσει τον έλεγχο των γεγονότων.
Ο Ναπολέων αποδείχτηκε τελικά πρόδρομος ενός παράξενου σύγχρονου φαινομένου- η πολιτική μορφή που απεγνωσμένα αγωνίζεται να προσδιορίσει τι είναι αυτό που θέλει ο λαός, για να καταλήξει κάποια στιγμή στο χώρο των ανεπιθύμητων, αν όχι αυτών που ο λαός μισεί.
Του Μπίσμαρκ δεν του έλειπε η αυτοπεποίθηση για να ενεργεί με βάση την κρίση του. Ανέλυσε με λαμπρό τρόπο την πραγματικότητα και τις ευκαιρίες της Πρωσίας.
Έχτισε με τόση προσοχή τη Γερμανία, ώστε η χώρα που δημιούργησε επέζησε μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, δύο κατοχές από ξένα στρατεύματα και επι δύο γενιές σαν μια διαιρεμένη χώρα.
Εκεί που απέτυχε ο Μπίσμαρκ ήταν στο ότι καταδίκασε την κοινωνία του σε μια πολιτική που θα μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο αν εμφανιζόταν μια μεγαλοφυία σε κάθε γενιά. Είναι κάτι που σπάνια συμβαίνει. Με αυτή την έννοια ο Μπίσμαρκ δεν καλλιέργησε μόνο τους σπόρους των επιτευγμάτων της πατρίδας του αλλά και των τραγωδιών του 20ου αιώνα.
Που αλλού ταιριάζουν η Γερμανία του μεσοπολέμου και η Τουρκία
Η ωμή δύναμη είχε γίνει έμμονη ιδέα για τη Γερμανία. Ο λόγος ήταν ότι σε αντίθεση με τα άλλα κράτη έθνη η Γερμανία δεν είχε κάποιο ολοκληρωμένο φιλοσοφικό πλαίσιο. Κανένα από τα ιδεώδη που είχαν διαμορφώσει το σύγχρονο κράτος έθνος στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπήρχε στο οικοδόμημα του Μπίσμαρκ, ούτε η έμφαση της Μεγάλης Βρετανίας στις παραδοσιακές ελευθερίες, ούτε η έκκληση της γαλλικής επανάστασης για μια παγκόσμια ελευθερία, ούτε καν ο καλοπροαίρετος οικουμενικός ιμπεριαλισμός της Αυστρίας.
Το ίδιο και με την Τουρκία. Δεν υπάρχει ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο στη συγκρότηση του τουρκικού κράτους.
Αποτέλεσε μια αναγκαιότητα, όπως τη συνέλαβε ο Κεμάλ Ατατούρκ, και το συγκρότησε με τη βοήθεια του στρατού, ουσιαστικά καταπιέζοντας διάφορες μειονότητες και εθνότητες από ένα ισχυρό στρατιωτικό σώμα και από μια γραφειοκρατία εμποτισμένη από αυταρχικές και ολοκληρωτικές αντιλήψεις.
Το Ράιχ του Μπίσμαρκ ήταν ένα εφεύρημα, όντας πρώτα από όλα μια μεγαλύτερη Πρωσία, πρωταρχικό μέλημα της οποίας ήταν η αύξηση της δύναμής της.
Η Τουρκία του Κεμάλ ήταν επίσης ένα δικό του εφεύρημα. Ο τουρκικός λαός ήταν μειονότητα στο χώρο του ο οποίος ήθελε να κυριαρχήσει πάνω σε άλλους λαούς με φωτιά και τσεκούρι.
Η απουσία πνευματικών ριζών ήταν ένα από τα κύρια αίτια έλλειψης στόχων της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής.
Μια ανάλογη απουσία περιορίζει την τουρκική εξωτερική πολιτική στην ωμή βία και στη δύναμη κυριαρχίας. Δεν υπάρχει καμιά πνευματική αναφορά στο τι μπορεί να πρεσβεύει η Τουρκία σήμερα πέραν μιας δύναμης στη περιοχή.
Παρόλο που η αυτοκρατορία του Μπίσμαρκ ήταν η ισχυρότερη δύναμη της ηπειρωτικής Ευρώπης, οι Γερμανοί ηγέτες πάντα ένοιωθαν μια ακαθόριστη απειλή, γεγονός που μαρτυρούσε το πάθος τους για την πολεμική ετοιμότητα.
Οι Γερμανοί στρατιωτικοί προγραμματιστές πάντοτε σκέφτονταν μέσα σε πλαίσια ταυτόχρονης αντιμετώπιση ενός συνδυασμού όλων των γειτόνων της Γερμανίας ταυτόχρονα.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ανάλογα σκέφτεται και πράττει η Τουρκία.
Προετοιμαζόμενοι για το σενάριο της χειρότερης δυνατής περίπτωσης, βοήθησαν στο να γίνει πραγματικότητα.
Και αυτό γιατί μια Γερμανία αρκετά δυνατή για να νικήσει όλους μαζί τους γείτονές της, προφανώς θα μπορούσε να συντρίψει οποιονδήποτε από αυτούς κατά μόνας.
Αυτό επιδιώκει και η Τουρκία.
Βλέποντας το στρατιωτικό κολοσσό στα σύνορά τους, οι γείτονες της Γερμανίας ενώθηκαν σε ένα κοινό μέτωπο αμοιβαίας προστασίας μετουσιώνοντας τη γερμανική αναζήτηση ασφάλειας σε παράγοντα ανασφάλειάς της.
Εδώ είναι η πρόκληση για τους γείτονες της Τουρκίας: Πως θα κατορθώσουν να περιορίσουν τη δύναμή της, να διαμορφώσουν μια ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή χωρίς την κυριαρχία καμιάς δύναμης και ταυτόχρονα να μην δημιουργήσουν αισθήματα ανασφάλειας στην Τουρκία.
Στόχος που απαιτεί πολιτικούς με μεγάλη ικανότητα.
ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ
Την επαύριον του Α!Π.Π. οι σύμμαχοι συναντήθηκαν στις Βερσαλλίες για να ρυθμίσουν τη νέα παγκόσμια τάξη μετά την ήττα της αυτοκρατορικής Γερμανίας.
Πρωταγωνιστική μορφή αποτέλεσε ο αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον και οι απόψεις του για τη συλλογική ασφάλεια.
Για τον Ουίλσον η αιτιολογία του διεθνούς ρόλου της Αμερικής ήταν μεσσιανικού χαρακτήρα: Η Αμερική δεν είχε υποχρέωση να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων,
αλλά να διαδώσει τις αρχές της σε όλο τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Ουίλσον, η Αμερική αναδύθηκε ως ο βασικός παίκτης στις διεθνείς υποθέσεις διακηρύσσοντας αρχές οι οποίες ενώ για τον αμερικανικό τρόπο σκέψης αποτελούσαν κοινό τόπο, στους διπλωμάτες του Παλιού Κόσμου φάνταζαν σαν επαναστατική εκτροπή.
Περιεχόμενο αυτών των αρχών ήταν ότι η ειρήνη εξαρτάται από την εξάπλωση της δημοκρατίας, ότι τα κράτη θα έπρεπε να κρίνονται με τα ίδια ηθικά κριτήρια με τα οποία κρίνονται τα άτομα και ότι το εθνικό συμφέρον ταυτίζεται με την επιδίωξη για ένα οικουμενικό σύστημα δικαίου.
Ο Ουίλσον υπήρξε ο εμπνευστής του οράματος ενός οικουμενικού διεθνούς οργανισμού, της Κοινωνίας των Εθνών, ο οποίος θα ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον της διατήρησης της ειρήνης μέσω της συλλογικής ασφάλειας και όχι μέσω διαφόρων συμμαχιών.
Όπως αναλύει ο Κίσιγκερ στο βιβλίο του «Διπλωματία», η αδυναμία της συλλογικής ασφάλειας βρίσκεται στο ότι τα συμφέροντα σπανίως είναι κοινά και ότι η ασφάλεια σπανίως είναι ενιαία. Τα μέλη ενός γενικού συστήματος συλλογικής ασφάλειας έχουν έτσι περισσότερες πιθανότητες να συμφωνήσουν στο να μην κάνουν τίποτε, παρά στο να δράσουν από κοινού.
Στη μεταγενέστερη αμερικανική ορολογία, οι συμμαχίες στις οποίες συμμετείχε η Αμερική, όπως το ΝΑΤΟ, χαρακτηρίζονταν συνήθως ως όργανα συλλογικής ασφάλειας. Δεν ήταν, όμως, αυτή και η αρχική έννοια του όρου, επειδή στην ουσία, οι ιδέες της συλλογικής ασφάλειας και των συμμαχιών είναι εκ διαμέτρου αντίθετες.
Οι παραδοσιακές συμμαχίες στόχευαν σε συγκεκριμένες απειλές και καθόριζαν ακριβείς υποχρεώσεις για συγκεκριμένες ομάδες χωρών που τις συνέδεαν κοινά εθνικά συμφέροντα ή θέματα αμοιβαίας ασφάλειας.
Η συλλογική ασφάλεια δεν προσδιορίζει καμιά συγκεκριμένη απειλή, δεν δίνει εγγυήσεις σε κανένα συγκεκριμένο έθνος ούτε προβαίνει σε διακρίσεις έναντι κανενός.
Θεωρητικά είναι σχεδιασμένη για να αντιστέκεται σε οποιαδήποτε απειλή κατά της ειρήνης από οποιονδήποτε και αν προέρχεται και σε οποιονδήποτε και αν απευθύνεται.
Οι συμμαχίες προϋποθέτουν πάντοτε έναν συγκεκριμένο δυνητικό αντίπαλο.
Η συλλογική ασφάλεια υπεραμύνεται αφηρημένα του διεθνούς δικαίου.
Δεν απαιτεί την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου ενόχου.
Ο σκοπός μιας συμμαχίας είναι η δημιουργία μιας υποχρέωσης περισσότερο προβλέψιμης και ακριβούς παρά μια ανάλυση εθνικών συμφερόντων.
Η συλλογική ασφάλεια λειτουργεί ακριβώς με τον αντίθετο τρόπο. Αφήνει την εφαρμογή των αρχών της στην ερμηνεία συγκεκριμένων περιστάσεων όταν παρουσιάζονται, δίνοντας ακούσια ένα μεγάλο βάρος στη διάθεση της στιγμής και, κατά προέκταση, στην εθνική ισχυρογνωμοσύνη.
Η συλλογική ασφάλεια συνεισφέρει στην ασφάλεια μόνο αν όλα τα έθνη- ή τουλάχιστον όλα όσα έχουν σχέση με τη συλλογική άμυνα- έχουν σχεδόν ταυτόσημες απόψεις για τη φύση της πρόκλησης και είναι έτοιμα να κάνουν χρήση βίας ή να επιβάλουν κυρώσεις ανάλογα με τις ιδιομορφίες της κάθε υπόθεσης ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα προβλήματα που μπορεί να άπτονται των εθνικών συμφερόντων τους.
Μόνο αν εκπληρώνονται αυτές οι συνθήκες, μπορεί ένας παγκόσμιος οργανισμός να επιβάλει κυρώσεις ή να ενεργεί σαν διαιτητής σε διεθνείς υποθέσεις.
Κάπως έτσι είχε οραματιστεί ο Ουίλσον το ρόλο της συλλογικής ασφάλειας.
Στην εφαρμογή της Realpolitik, οι πολιτικοί αναλαμβάνουν το έργο συσχέτισης συγκεκριμένων συμφερόντων με άλλα γενικότερα μέσω μιας ισοστάθμισης κινήτρων και ποινών.
Κατά την Ουιλσονική άποψη οι πολιτικοί πρέπει να εφαρμόζουν οικουμενικές αρχές σε συγκεκριμένες υποθέσεις.
Στο τέλος η συλλογική ασφάλεια έπεσε θύμα της αδυναμίας της κεντρικής της δοξασίας – ότι όλα τα έθνη έχουν το ίδιο συμφέρον να αντισταθούν σε μια συγκεκριμένη επιθετική ενέργεια και ότι είναι έτοιμα να εκτεθούν στον ίδιο κίνδυνο για να την αποκρούσουν.
Η πείρα μας έχει δείξει ότι οι υποθέσεις αυτές είναι εσφαλμένες.
Καμιά επιθετική ενέργεια μεγάλης δύναμης δεν έχει κατανικηθεί ποτέ με την εφαρμογή της βασικής αρχής της συλλογικής ασφάλειας.
Είτε η παγκόσμια κοινότητα έχει αρνηθεί να κρίνει την ενέργεια ως επιθετική είτε έχει διαφωνήσει στο θέμα των κυρώσεων.
Και αν επιβάλλονταν κυρώσεις, αναπόφευκτα αντικατόπτριζαν το χαμηλότερο κοινό παρονομαστή, με αποτέλεσμα να αποδεικνύονται τις περισσότερες φορές τόσο αναποτελεσματικές ώστε να κάνουν μεγαλύτερο κακό παρά καλό.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΥΤΑΠΑΤΗΣ
Η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία προτίμησαν να αφήσουν το γερμανικό επανεξοπλισμό να πάρει το δρόμο του επειδή στην κυριολεξία δεν ήξεραν τι άλλο να κάνουν.
Η Μεγάλη Βρετανία δεν ήταν ακόμη έτοιμη να εγκαταλείψει τη συλλογική ασφάλεια και την Κοινωνία των Εθνών, ενώ η Γαλλία είχε χάσει τόσο πολύ το ηθικό της που δεν μπορούσε να ενεργήσει με βάση τα προαισθήματά της.
H Realpolitik διδάσκει ότι ανεξάρτητα από τα κίνητρα της Γερμανίας, οι σχέσεις της με τους γείτονές της θα καθορίζονταν από τη σχετική τους δύναμη.
Η δύση θα έπρεπε να ξοδέψει λιγότερο χρόνο αναλύοντας τα κίνητρα της Γερμανίας του μεσοπολέμου.
Η Γαλλία αντιμετώπιζε τώρα την ίδια πρόκληση στην οποία είχε αντισταθεί ο Ρισελιέ πριν από 300 χρόνια- την προοπτική εχθρικών κυβερνήσεων σε όλα τα σύνορα.
Αντίθετα, όμως, με τον διαπρεπή προκάτοχό τους οι γαλλικές κυβερνήσεις της δεκαετίας του ’30 δίστασαν ανίκανες να αποφασίσουν τι φοβούνται περισσότερο- τους κινδύνους που αντιμετώπιζαν ή τα μέτρα τα οποία έπρεπε να λάβουν για να τους εξαλείψουν.
Μήπως με βάση όλα αυτά πρέπει να προβληματιστούμε και εμείς για τον δύσκολο γείτονά μας;
Διότι αν περάσει τη νοητή γραμμή του ανεκτού, τότε η σημερινή διαλλακτικότητα των γειτονικών χωρών μπορεί να μετατραπεί σε αδιαλλαξία. Αλλά τότε, μήπως θα είναι αργά;
Μακροσκελής ,αλλά εξαιρετική η περιγραφή και η ανάλυση ιστορικών γεγονότων ,αλλά μήπως η βεβαιότητα-όχι το ενδεχόμενο-ότι η σημερινή Τουρκία θεωρεί την πολυεθνική Συνθήκη της Λωζάνης όπως η Χιτλερική Γερμανία την Συνθήκη των Βερσαλλιών ,ή, ότι ο κ.Ερντογάν ”περνιέται” ως Τούρκος Μπίσμαρκ- τώρα μάλιστα που μετά το αποτυχημένο εις βάρος του πραξικόπημα ”αποδεκάτισε” τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του και όπου ν’άναι θα βγει ”για ζητιανιά ”,λόγω της αθλίας οικονομικής καταστάσεως της χώρας του είναι υπερβολή σε μια σοβαρή συζήτηση για την διπλωματικοπολεμική κατάσταση στην Χώρα μας ;;;..
Φυσικά και εμείς δεν θα κατεβάσουμε τα μολύβια μας και ούτε θα παύσουμε να σχεδιάζουμε.
ΚΑΙ άλλοτε γράψαμε-τα όσα έγραφε ο Αμερικασνός πρόξενος ΧΟΡΤΟΝ το 1922 προς την κυβέρνηση των ΗΠΑ ” Η Τουρκία κατέχοντας την Κων/πολη αργά ,η, γρήγορα θα στραφεί κατά ΟΛΩΝ των Βαλκανικών κρατών και η ειρήνη στην Ευρώπη θα βρίοκεται σε διαρκή κίνδυνο”
Ε…κάποτε η ίδια ως Ένωση ,η, η Ρωσία ,η, και από κοινού δεν θα αντιδράσουν και θα κατανικήσουν την Τουρκία ,που μπορεί να χάσει και την Κων/πολη ,μαζί με την Ευρωπαική μεριά της- την δική μας Ανατολική Θράκη- ,που το 1922 την χάρισαν-και με δική μας υπογραφή- στην Τουρκία του Κεμάλ;;;.