Επιμέλεια: Ε.Δ. Νιάνιος
[Η Θεσσαλονίκη – πόλη από την ίδρυσή της και ελληνική αδιαλείπτως ανά τους αιώνας – έγινε αντικείμενο μιας «ιστορικής» αφήγησης του ιστορικού Μαρκ Μαζάουερ, στο βιβλίο του «Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων», στο οποίο προσπαθεί με ακροβατισμούς, σε πείσμα των πηγών, να εκθειάσει την ανεκτικότητα(!) της οθωμανικής κατοχής, να μειώσει την παρουσία του ελληνισμού στην πόλη και, με δυό λόγια, λέει ότι …ελληνοποιήσαμε την πόλη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οι ημέτεροι, ετερόφωτοι ενδοτικοί, εκσυγχρονιστές – δεξιοί και αριστεροί – χειροκρότησαν την έκδοση και μάλιστα κάλεσαν τον συγγραφέα στους εορτασμούς του 1821… αφού δεν μπορούσαν να καλέσουν τον Γίβωνα και τον Φαλμεράϊερ.
Αναίρεση του βιβλίου του κ. Μαζάουερ έκανε, μεταξύ άλλων, ο ιστορικός Γιάννης Ταχόπουλος στο βιβλίο του «Ο Μαζάουερ, η Θεσσαλονίκη και τα φαντάσματα του οθωμανισμού» από το οποίο σας δίνουμε ένα μικρό απόσπασμα. Ε.Δ.Ν. ]
Εποικισμοί στην Μακεδονία: «Εξελληνισμός» Ή «αποτουρκοποίηση»;
Ο Μ.Μ., όντας αρκετά προσεκτικός ώστε να μην εκδηλώνει τις θέσεις του για το εθνικό ζήτημα στη Μακεδονία, δεν κάνει λόγο για αβασιμότητα των ελληνικών διεκδικήσεων επειδή οι Έλληνες ήταν μειονότητα στη Θεσσαλονίκη (Όταν ο Μ.Μ. γράφει, για τους Έλληνες, ότι «προφανώς, δεν τους ήταν εύκολο να ζουν σαν μειοψηφία στην πόλη που θεωρούσαν δική τους» (ΘΠΦ, σ. 75), δεν διευκρινίζει τι ακριβώς εννοεί.). Αυτό αφήνεται διακριτικά να υποστηριχθεί από τους εγχώριους οπαδούς του, που, δίχως καμία συναίσθηση της αντίφασης των απόψεών τους, κατηγορούν ως κρατικοδίαιτους τους «εθνικιστές λόγιους» του νεοσύστατου ελληνικού κράτος, την ίδια στιγμή κατά την οποία οι ίδιοι «αξιοποιούν» αντίστοιχα κονδύλια της Ε.Ε. υποστηρίζοντας εκδοχές της ιστορίας σύμφωνες με την προοπτική της Ε.Ε. Αυτοί, εξ άλλου, υποστηρίζουν ότι η εγκατάσταση των Μικρασιατών στη Μακεδονία, το 1923, αποτελεί μια έμμεση παραδοχή από το ελληνικό κράτος της μη ελληνικότητας της Μακεδονίας-Θεσσαλονίκης στα 1912.
Ωστόσο, είναι γνωστό ότι με την οθωμανική κατάκτηση πραγματοποιήθηκε συστηματικός εποικισμός της Μακεδονίας για πολιτικούς λόγους. Γύρω στα 1385 και μετά, ο Μουράτ Α΄ ή ο Βαγιαζήτ Α΄ εποίκισαν την περιοχή των Σερρών, ΒΔ της Θεσ/νίκης, κοντά στον Αξιό, τα Γιαννιτσά, Β. της λίμνης του Λαγκαδά, ως τις Σέρρες και τη Δράμα, την Καβάλα, με Γιουρούκους (Τουρκομάνους) από το Σαρουχάν της Μ. Ασίας, καθώς και την περιοχή των Γιαννιτσών και της Πτολεμαΐδας με Γιουρούκους από το Ικόνιο (Κόνιαρους). Εννοείται, ότι αργότερα ακολούθησαν εξισλαμισμοί, συχνά υπό το καθεστώς της τουρκοϊσλαμικής τρομοκρατίας, όπως στα Μογλενά, τη ΝΔ Μακεδονία, μετά τα Ορλωφικά κ.λπ., ενώ, κατά τον 19ο αιώνα, βάσει οθωμανικού σχεδιασμού, εποικίστηκε η Μακεδονία και η Θεσσαλονίκη με Βόσνιους, Τσερκέζους και Τάταρους Μουσουλμάνους (ΘΠΦ, σσ. 341-342. Για τον Μ.Μ., η οθωμανική πολιτική εποικισμού οδηγούσε σε σταθερότητα (Τα Βαλκάνια, σσ. 73, 81), σε αντίθεση με κατοπινούς μη οθωμανικούς εποικισμούς.). Για κάποιους, όμως, φαίνεται πως οι Γιουρούκοι από το Ικόνιο, που εγκατέστησε ο Μουράτ Β΄ στη Θεσσαλονίκη, ήταν φορείς εκπολιτισμού, ενώ οι πρόσφυγες του 1923 ήταν μίσθαρνα όργανα της πολιτικής του «εξελληνισμού». Περιέργως, όλα αυτά δεν θεωρούνται αφελληνισμός από όσους κάνουν λόγο για εξελληνισμό μετά το 1912.
Πάντως, αυτή η βίαιη αλλαγή της εθνολογικής σύστασης της Μακεδονίας ακυρώθηκε με τη συμφωνημένη και ειρηνική εγκατάσταση Μικρασιατών στη Μακεδονία και την αποχώρηση των «παιδιών των κατακτητών». «Εξελληνισμός» μιας περιοχής θα υφίστατο εάν δεν υπήρχε σχετικά μεγαλύτερο ελληνικό χρονικό βάθος παρουσίας και πολιτισμικής δράσης σε αυτήν διαφορετικά, μιλάμε για επανελληνοποίησή της. Εξάλλου, σύμφωνα με ένα φιρμάνι του 1825 (αρ. εγγρ. 402 Οθωμ. Αρχείου Θεσ/νίκης), πριν από την επανάσταση του 1821, οι Έλληνες της πόλης ήταν περισσότεροι κατά 1/3 των Εβραίων –25.000 έναντι 16.000– ενώ, κατά το έτος 1825, έπειτα από τις σφαγές, οι Εβραίοι της πόλης ήταν τετραπλάσιοι των Ελλήνων (Κ. Χατζηαντωνίου, Εθνικισμός και Ελληνικότητα, Πορθμός, Αθήνα 2003, σ. 88. Ι.Κ. Βασδραβέλλης, Οι Μακεδόνες κατά την επανάστασιν του 1821, σ. 205.). Πράγματι, στα τέλη του 18ου αι., στην πόλη, κατοικούσαν 30 χιλ. Τούρκοι, 16 χιλ. Έλληνες και 12 χιλ. Εβραίοι.
ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΑ θέματα
Αναφέρεται σχεδόν αδιάφορα το παράδοξο γεγονός ότι, με την υπεράσπιση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης, συντάχθηκαν οι βασιλικοί και η δικτατορία του Μεταξά αλλά και το ΕΑΜ, δηλαδή τα 2/3 του πολιτικού φάσματος. Στα σχετικά κεφάλαια για τον Μακεδονικό Αγώνα, αναφέρεται ότι «οι εξαρχικοί τουφεκίζονταν», δίχως καμία συσχέτιση με τις χρονικά πρότερες βιαιότητες των βουλγαρικών ανταρτικών σωμάτων κατά των ελληνικών και πατριαρχικών πληθυσμών, στην περίοδο 1897-1903, για να τους υποχρεώσουν να γίνουν εξαρχικοί. Αναφέρεται απλώς ότι, κατά τα έτη 1904-1908, όταν οι Έλληνες αποφάσισαν να απαντήσουν ένοπλα στους Βούλγαρους, υπήρξαν βιαιοπραγίες «και από τις δυο πλευρές» μόνο τότε, κι έτσι μένει κανείς με την εντύπωση της ταυτόχρονης, ισόποσης και εξίσου αδικαιολόγητης βίας. Επίσης, οι γηγενείς Έλληνες Μακεδόνες αντάρτες του Μακεδονικού Αγώνα αποκαλούνται (υποτιμητικά;) «εξελληνισμένοι Σλάβοι ή Αλβανοί ληστές πιστοί στο Πατριαρχείο», και «εξαφανίζονται» οι ελληνόφωνοι γηγενείς αγωνιστές. Γίνεται έτσι αναφορά μόνο στους «Γραικομάνους» και υιοθετείται μια ουσιοκρατική και φυλετική αντίληψη περί έθνους, ώστε να συνάγεται ότι οι Έλληνες δεν είχαν και πολλά δικαιώματα στη Μακεδονία, όντας «μη καθαροί (;) Έλληνες». Ακόμη, στα περίχωρα της πόλης, οι περισσότεροι χριστιανοί μιλούσαν βουλγαρικά –προφανώς, η αποκλειστικά ελληνόφωνη Χαλκιδική βρισκόταν πολύ μακριά! Φυσικά, απαξιώνεται και το νόημα του αγώνα αυτού. Όμως, όσο κι αν η «νίκη της Ελλάδας στον ένοπλο αγώνα της Μακεδονίας δεν είχε ως αποτέλεσμα να κερδίσουν τη Μακεδονία ή έστω ένα τμήμα της… εμπόδισε … την απώλεια των περιοχών που αργότερα αποτέλεσαν την ελληνική Μακεδονία». Υποστηρίζεται ότι οι κάτοικοι της Μακεδονίας αδιαφορούσαν για τις απελευθερωτικές ενέργειες μετά τη δεκαετία του 1820, παρά τις αντίθετες ενδείξεις. Για τη σύγκριση των πληθυσμιακών μεγεθών Βουλγάρων και Ελλήνων προ του 1912 παρατίθεται και η απογραφή βάσει της γλώσσας, αλλά αποφεύγεται η σύγκριση βάσει των σχολείων και των μαθητών κάθε μιας από τις δύο εθνότητες, η οποία θα έδειχνε αντικειμενικότερα από κάθε άλλη σύγκριση την επιρροή Ελλάδας και Βουλγαρίας στον πληθυσμό της Μακεδονίας ίσως επειδή η σύγκριση ήταν συντριπτική υπέρ της Ελλάδας.
Από τη μια διαβάζουμε για τα διάφορα φαντάσματα που βλέπουν ασταμάτητα οι Έλληνες κάτοικοι της Θεσσαλονίκης μετά τη φυγή των μουσουλμάνων, το 1923 (ίσως πρόκειται για φαντάσματα εφιαλτών του παρελθόντος), και από την άλλη διαβάζουμε για την απαξίωση των «φαντασμάτων» στον εικοστό αιώνα.
Η ανταλλαγή των μουσουλμάνων αποκαλείται Έξοδος, ώστε να συγκριθεί με την προσφυγιά των Μικρασιατών, ωσάν να συγκρίνονται τα δεινά των δεύτερων με τη σχεδόν ανενόχλητη διαβίωση των πρώτων, και ωσάν η καταδίκη κάθε εθνικισμού να συνεπάγεται αυταπόδεικτα την εξίσωση εθνικιστικών εγκλημάτων και πρακτικών πολύ διαφορετικής ποιότητας και ποσότητας. Αφιερώνονται δεκαπέντε σελίδες για τους εργάτες της Θεσ/νίκης του μεσοπολέμου και δεκαεννιά για τις διασκεδάσεις (μάλλον τα φαντάσματα των δολοφονημένων του 1936 είναι λιγότερο σημαντικά από αυτά των χορευτριών): Εντάσσεται αυτό, άραγε, στα πλαίσια της «ολιστικής ιστορικής αφήγησης»; Είναι ολιστική ιστορική αφήγηση οι «ατίθασοι Εβραίοι υπηρέτες πεσμένοι μες στις λάσπες απ’ το μεθύσι», «τα γλέντια στο σπίτι του Έλληνα μητροπολίτη», ο κομμουνιστής «πιανίστας από τη Λευκορωσία»; Ή το γέμισμα ολόκληρων σελίδων με στίχους γνωστών ρεμπέτικων τραγουδιών;
Αντί επιλόγου
Εάν το ΘΠΦ είναι ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες και αν κρίνουμε βάσει των αυτομαστιγωτικών για τους Νεοέλληνες βιβλιοκριτικών από γνωστά ελληνόγλωσσα ΜΜΕ, τότε διαβάζοντας αυτά που γράφει ο Μ.Μ., «Σ’ αυτήν την πόλη, η κυρίαρχη ομάδα για αιώνες ήταν ένας λαός που έμεινε προσκολλημένος στη μεσαιωνική γλώσσα της χώρας από την οποία είχε απελαθεί, και που ωστόσο ένιωθε στη Θεσσαλονίκη, όπως το διατύπωσε ο ραβίνος Μοσέ Αρόκις το 1509, ότι “σε αυτούς μόνο δόθηκε η γη, και αυτοί είναι η δόξα και η λάμψη και το μεγαλείο της”», το μήνυμα προς τους Έλληνες είναι σαφές: «Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν δική σας, δεν ήσασταν η πλειονότητα, την αποκτήσατε τυχαία και με τη βία, την εξελληνίσατε με τη βία, και είστε υπόλογοι για τη μοίρα των αλλοεθνών κατοίκων της και τη λήθη της παρουσίας τους».
Και όμως: η «εξαφάνιση» των μη Ελλήνων, μεταξύ 1912-1944, δεν οφείλεται στη βία του ελληνικού κράτους, ενώ υποτιμάται το ερώτημα αν μια βιαίως επιβληθείσα τάξη πραγμάτων (το 1430) πρέπει να αποτελεί «ιερό» σημείο αναφοράς. Αφού, πάντως, ο Μ.Μ. κάνει λόγο για «κυρίαρχη ομάδα», θα έπρεπε αντίστοιχα να κάνει λόγο και για «κυριαρχούμενη ομάδα». Διαφορετικά, αφ’ ενός αδυνατεί να απαντήσει στο ερώτημα «ποιος γράφει Ιστορία για ποιον», το οποίο ο ίδιος έθεσε επικριτικά προς εκείνους οι οποίοι υποτίθεται πως γράφουν μια αποκλειστικά ελληνική ιστορία της Θεσσαλονίκης αφ’ ετέρου αυτοαναιρείται, ισχυριζόμενος ότι «η ιστορία της πόλης είναι η ιστορία των εθνοτήτων της».
Επιπλέον, δείχνει ότι η πόλη δεν ήταν υπόδειγμα αρμονικής συμβίωσης των λαών. Δηλαδή, παρά την προσπάθεια να δειχτεί ότι η πόλη θεωρείτο από όλους ότι ανήκε σε όλους, κανένας τότε δεν πίστεψε σε αυτή την ιδέα. Γιατί να την αποδεχτούμε σήμερα; Η «αφήγησή» του δεν είναι ούτε πολυεθνική/υπερεθνική, ούτε φιλοεβραϊκή (αλλιώς θα ανέφερε, τουλάχιστον, τις διώξεις Εβραίων επί Τουρκοκρατίας), αλλά απλώς και μόνο, μη ελληνική, κι αυτό πάλι στον βαθμό που εξυπηρετείται το «άλλο μέλλον» των μικρών κρατών στα Βαλκάνια, το οποίο ο Μ.Μ. οραματίζεται.
Αντίθετα από την άποψη πως «Η ιστορία των εθνικιστών είναι φτιαγμένη από πλαστές συνέχειες και βολικές αποσιωπήσεις, από φανταστικές κατασκευές», το ΘΠΦ δείχνει ότι η «μεταεθνική» «αφήγηση» χαρακτηρίζεται από ολοφάνερες ωραιοποιήσεις και εμμονές, μονόπλευρο «ανθρωπισμό» και μονόπλευρο αντιεθνικισμό, διφορούμενα μεταμοντέρνα μισόλογα και αντιφατικές ασάφειες, επιδέξια στρογγυλέματα, εκρήξεις συναισθηματισμού, μαεστρικές μεγαλοποιήσεις κάθε ασήμαντου γεγονότος, όλα αναγκαία για να στηθεί το επιδιωκόμενο «άλλο» μέλλον για τα Βαλκάνια. Ο Μ.Μ. κατακρίνει την εξιδανίκευση των Οθωμανών από άλλους και τη διαπράττει ο ίδιος, απενοχοποιημένα πλέον κι εκλεπτυσμένα, προσαρμόζοντάς την σε σύγχρονα πλαίσια αντιλήψεων και στόχων.
Το πρόβλημα του Μ.Μ. δεν είναι ότι η τουρκοκρατούμενη πόλη ήταν κλάσεις κατώτερη της βυζαντινής και της σημερινής, είναι ότι οι Έλληνες δεν εξέλαβαν ποτέ αυτή την κατωτερότητα ως λαμπρότητα. Η διαρκής καταγγελία του φαντάσματος του εξελληνισμού στοιχειώνει το ΘΠΦ: εδώ, η γραφικότητα της μεθοδευμένης καταγγελίας της «αντικειμενικής Ιστορίας» δίνει τη θέση της σε ιστορικές απόψεις με αξίωση αντικειμενικής ισχύος. Τίποτε δεν σταματά τον Μ.Μ. από το να καταγγέλλει τον «αντιοθωμανισμό» των πάντων εις πάντας τους αιώνας και τόπους: οι Έλληνες θεωρούν βάρβαρη την Τουρκοκρατία επειδή είναι εθνοκεντρικοί οι Δυτικοί, επειδή είναι δυτικοκεντρικοί και χριστιανοί. Οι Τούρκοι, πάλι, κάνουν λόγο για οθωμανική ισλαμική ορθοδοξία επειδή δεν θυμούνται καλά την πρώιμη αυτοκρατορία. Οι Θεσσαλονικείς ήταν εμφανώς Ρωμαίοι, Σλάβοι, Εβραίοι, Μουσουλμάνοι, οτιδήποτε εκτός από Έλληνες: Γιατί μόνο για τους Έλληνες, τοτινούς κατοίκους της πόλης, απαιτούνται απίστευτης πρωτοτυπίας ιστορικά «πιστοποιητικά» ώστε να γίνει αποδεκτό το προφανές, η ελληνικότητά τους, ενώ, για τους άλλους λαούς, η ρωμαϊκή/εβραϊκή/σλαβική ιδιοπροσωπία τους είναι αυταπόδεικτη έτσι, επιστημονικά τάχα, αποδεικνύεται ότι απαιτείτο εξελληνισμός.
Η αποσιώπηση του οθωμανικού παρελθόντος είναι λανθασμένη, όπως λέει ο Μ.Μ., όχι όμως για τους λόγους που νομίζει ο ίδιος αλλά για τους εντελώς αντίθετους. Και θα μπορούσε κανείς να καλοδεχτεί μια μη εθνοκεντρική εξιστόρηση της οθωμανικής Θεσσαλονίκης, εάν αυτή δεν ήταν ολοφάνερα υποτιμητική για τους Έλληνες και αν δεν εξιδανίκευε στην πράξη την οθωμανική πόλη, δηλαδή αν δεν έθετε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως πρότυπο για μελλοντικά μεταεθνοκρατικά σχήματα. Πράγματι, λόγω του θρησκευτικού διαχωρισμού κυρίαρχων και κυριαρχούμενων, κι επειδή οι κυριαρχούμενοι στα Βαλκάνια ήταν η πλειονότητα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο συμβίωσης λαών. Οπωσδήποτε, είναι άλλο πράγμα να μιλάς για ισλάμ έχοντας υποστεί την καταδυνάστευσή του, ως Βαλκάνιος, και άλλο έχοντας καθυποτάξει τους μουσουλμάνους για αιώνες, ως Βρετανός.
Η άποψη για μια δίχως αλλοεθνείς Θεσσαλονίκη χρησιμοποιείται ως βολικό άλλοθι για την κατασκευή μιας άλλης καρικατούρας, μιας Θεσσαλονίκης στην οποία τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των τριών εθνοτήτων είχαν μικρότερη σημασία συγκριτικά με τις μουσικές, λαϊκές, θρησκευτικές και ενδυματολογικές αλληλεπιδράσεις. Θα ήταν άραγε αβάσιμο να υποθέσει κανείς ότι η συμπάθεια του Μ.Μ. προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία οφείλεται σε κάποια ασυνείδητη ταύτιση των Οθωμανών με τους Βρετανούς και την Αυτοκρατορία τους και την προτίμησή του (όπως λέει σε συνέντευξη στην ελληνική υπηρεσία του BBC) για τις αυτοκρατορίες αντί των εθνοκρατών; Ή μήπως θα ήταν ατεκμηρίωτη η υπόθεση ότι η εκ μέρους του Μ.Μ. εξύμνηση της μουσουλμανικής-εβραϊκής παρουσίας και «συνεργασίας» στην οθωμανική Θεσσαλονίκη και η υποτίμηση των «εθνικιστών» Ελλήνων είναι ο απόηχος, στον τομέα της ιστοριογραφίας, της έως το 2010 τουρκο-ισραηλινής συμμαχίας; Οπωσδήποτε, ήδη από το 1950 και 1960, όταν εντεινόταν ο αγώνας πολλών εθνών κατά της αγγλικής αποικιοκρατίας, «έπρεπε να βρεθεί ιδεολογικό περικάλυμμα της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης για να συνεχιστεί η εκμετάλλευση του τρίτου κόσμου. Και το βρήκαν μέσα από την αντιεθνικιστική ρητορεία των αγγλικών κυρίως πανεπιστημίων. Τι σύμπτωση. Η γηραιά Αλβιών ήταν η πρώτη που εθίγη από το ξήλωμα της αποικιοκρατίας» (Κ. Χατζηαντωνίου, Εθνικισμός και Ελληνικότητα, σσ. 80, 146.)
Βολική, λοιπόν, η εξύμνηση των Αυτοκρατοριών –όχι βέβαια όλων, οι αντιεθνικιστές αυτού του είδους προτιμούν να αγνοούν το Βυζάντιο, γιατί τους θυμίζει την αντίπαλη τσαρική και σοβιετική Ρωσία, και την Κίνα. Είναι πράγματι παράξενο, να διαλύεται από τη Δύση η πολυεθνική Γιουγκοσλαβία χάριν της ελευθερίας των εθνών της, και κατόπιν να εξιδανικεύεται η πολυεθνική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τίποτε δεν αποκλείεται, βέβαια, και, πάντως, από την ελληνική έκδοση δεν λείπει ο αντιεθνικιστικός καθωσπρεπισμός. Για παράδειγμα, στον χάρτη της σελίδας 20, βλέπουμε τις πόλεις Έντιρνε και Ισταμπούλ και σε παρένθεση τα ελληνικά αντίστοιχα ονόματά τους, προφανώς για να μη θιγεί ο Τούρκος αναγνώστης (!) της ελληνικής έκδοσης, νομίζοντας ότι με την αναφορά μόνο των ελληνικών ονομασιών υποκρύπτεται ελληνικός αλυτρωτισμός. Δυστυχώς, όμως, δεν βλέπουμε την ίδια αντιεθνικιστική τακτική στα ονόματα της βουλγαρικής και αλβανικής πρωτεύουσας στις περιπτώσεις αυτές, οι Έλληνες εκδότες υπέθεσαν ότι δεν θα θιχτεί ο Βούλγαρος και ο Αλβανός αναγνώστης της ελληνικής έκδοσης.