Του Αλκη Καλλιαντζίδη, Οικονομολόγου, [email protected] www.kalkis.eu
Πάλι η αργεντίνικη οικονομική κρίση ; Ναι ατυχώς για τους Αργεντινούς οι οποίοι από το 2001 μέχρι και σήμερα (αλλά και για μάλλον μεγάλο ακόμα χρονικό διάσημα) ζουν μέσα στην φτωχοποίησή τους και την διαρκή αβεβαιότητα, κι ας κυβερνήθηκαν και από τους «αριστερούς» περονιστές του «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» που τους πέταξαν έξω από της χρηματαγορές και τους «φιλελεύθερους του Mauricio Macri» της «βροχής ξένων επενδυτών» που όμως δεν ήρθαν.
Ξέρετε πόσα οφείλει να ξεπληρώσει η Αργεντινή μέσα σε 5 χρόνια ; Μόνο «για το 2020, οι αποπληρωμές κεφαλαίου και τόκων φτάνουν τα 34,3 δισεκατομμύρια δολάρια και θα χρειαστούν περίπου 200 δισεκατομμύρια δολάρια για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Την ώρα που τα διεθνή συναλλαγματικά διαθέσιμα της Αργεντινής ανέρχονται μόνο στα 43,8 δισ. δολάρια», σύμφωνα με την ανταποκρίτρια της Libération στο Buenos Aires, Mathilde Guillaume, στην ανταπόκρισή της, της 19ης Φεβρουαρίου 2020, με τίτλο « Στην Αργεντινή, ο πρόεδρος Fernández εγκαινιάζει ένα μπρα ντε φερ με το ΔΝΤ» (En Argentine, le président Fernández lance un bras de fer avec le FMI). Σήμερα, η ομάδα του νέου προέδρου, του περονιστή Alberto Fernández (εξ αριστερών στη Φώτο), που εκλέχθηκε κυρίως λόγω της παταγώδους αποτυχίας των οικονομικών πολιτικών του προκατόχου του φιλελεύθερου Mauricio Macri (εκ δεξιών κατά την τελετή παράδοσης της εξουσίας στον νικητή των τελευταίων εκλογών), βρίσκεται σε πάρα πολύ δύσκολη θέση. Στριμωγμένος από ένα κολοσσιαίο δημόσιο χρέος 315 δις. δολαρίων (ή 100% του ΑΕΠ της Αργεντινής), επιπλέον των 151 δισεκατομμυρίων που έχουν ήδη δανείσει ιδιώτες πιστωτές, φουσκωμένο από τον προκάτοχό του Mauricio Macri, ο Alberto Fernández πρέπει να επανα–διαπραγματευτεί την αποπληρωμή του, αλλά μέσα από την αναθέρμανση της ζήτησης. Δηλαδή «να ρίξει λεφτά στην αγορά» από αυτά που δεν έχει (!) για τους πλέον αδύναμους εισοδηματικά Αργεντινούς. Κάτι που αντίκειται στις εφαρμοζόμενες πρακτικές του ΔΝΤ ως δανειστή. Ο Fernandez ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Δεκέμβριο 2019 με : πτώση του ΑΕΠ της Αργεντινής, με καλπάζοντα πληθωρισμό περίπου 55%, με ποσοστό φτώχειας περίπου 40%, με ανεργία 10,4% και με υποτίμηση του νομίσματος peso κατά σχεδόν 40% η οποία φυσικά επιδείνωσε το ύψος του χρέους που συνάπτεται σε δολάρια. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών θητείας του, o Mauricio Macri κατάφερε να μειώσει το δημόσιο έλλειμμα από 5% σε 0,5% του ΑΕΠ και σχεδόν να διπλασιάσει τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας, από 25, 5 δισεκατομμύρια στο τέλος του 2015 σε 43,8 δισ. δολάρια σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του ηλεκτρονικού Le Monde και του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP) στις 10-12-2019, με τίτλο : «Η Αργεντινή {θέλει να πληρώσει, αλλά δεν έχει τα μέσα να το κάνει, λέει ο πρόεδρος στο ΔΝΤ» (L’Argentine « veut payer, mais n’a pas les moyens de le faire », lance le président au FMI). Δηλαδή οι περονιστές ξανά τώρα στην εξουσία της Αργεντινής φαίνεται να αλλάζουν ρότα : μάλλον εγκαταλείπουν το «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» και ζητούν από τη Βουλγάρα νέα διευθύντρια του ΔΝΤ, Kristalina Georgieva, την επανα-διαπραγμάτευση των δόσεων αποπληρωμής του χρέους.
Η πρώτη επίσκεψη του ΔΝΤ στο Μπουένος Άιρες, από τη στιγμή που ο κεντροαριστερός περονιστής, πρόεδρος Alberto Fernández, ανέλαβε τα καθήκοντά του τον Δεκέμβριο του 2019, έγινε. Το κανάλι επικοινωνίας είναι ανοιχτό, η νέα επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της Αργεντινής μπορεί να ξεκινήσει επίσημα. Διακυβεύονται: 44 δισεκατομμύρια δολάρια (ή 40,7 δισεκατομμύρια ευρώ) που δάνεισε αυτός ο διεθνής πιστωτικός οργανισμός στη Αργεντινή το 2018, το μεγαλύτερο δάνειο που χορηγήθηκε ποτέ σε μια αναδυόμενη χώρα. Ωστόσο, αυτή τη στιγμή διακυβεύεται η οικονομική υγεία της χώρας και του ταλαιπωρημένου λαού της.
«Το βάρος του αργεντίνικου χρέους είναι ασήκωτο. Αυτή είναι η συνέπεια μιας οικονομικής πολιτικής που απέχει παρασάγγες από την επιτυχία», δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο Υπουργός Οικονομίας Martin Guzmán ενώπιον του Κογκρέσου, επικρίνοντας έτσι την προηγούμενη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του Mauricio Macri, ως κύριου υπεύθυνου των Αργεντινικών δυσκολιών. Ο τελευταίος είχε κληρονομήσει το 2015 μια σχετικά λιγότερο χρεωμένη χώρα, με εξαίρεση μια διαμάχη με τα επενδυτικά κεφάλαια που ονομάζονται «γύπες». Με την αποζημίωσή τους σύμφωνα με τα αιτήματά τους (ένα από τα πρώτα του μέτρα), είχε επαναφέρει την Αργεντινή πίσω στις διεθνείς χρηματαγορές. Το σχέδιό του ήταν να προσελκύσει, μετά από χρόνια προστατευτισμού των προκατόχων του περονιστών, «μια βροχή ξένων επενδυτών», χάρη στο δέλεαρ των πολιτικών οικονομικού και χρηματοοικονομικού ανοίγματος της χώρας (ό,τι προβάλει δηλαδή σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ στους δυνητικούς επενδυτές) και ιδιαίτερα χάρη στα τεράστια επιτόκια. Αλλά τα κεφάλαια που έφτασαν έτσι στην Αργεντινή δεν παρέμειναν παρά μόνο για την περίοδο της κερδοσκοπίας τους και επομένως δεν συνέβαλαν σε παραγωγικές επενδύσεις και στην ανάπτυξη της χώρας. Η δε φυγή αυτών των κερδοσκοπικών κεφαλαίων συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη βύθιση της Αργεντινής στην σημερινή κρίση, ήτοι : στην υποτίμηση της ισοτιμίας του πέσο, στην εκθετική άνοδο του πληθωρισμού, στην πτώση της παραγωγής και στην έκρηξη της φτώχειας … Μέσα σε τρία χρόνια, η Αργεντινή εισήλθε σε μια βαθιά ύφεση. Με ένα ελάχιστα ελκυστικό πρόγραμμα για επενδυτές, οι οποίοι σταμάτησαν τις πιστώσεις και άρχισαν να ζητούν πίσω τα δανεικά τους. Η «λύση» του Mauricio Macri ήταν τότε να συνεχιστεί αυτή η απροκάλυπτη φυγή προς τα εμπρός, ζητώντας ένα νέο δάνειο από τον μοναδικό οργανισμό που ήταν ακόμη σε θέση να δανείσει : το ΔΝΤ. Και μάλιστα χωρίς να το επικυρώσει με σχετική ψηφοφορία του Κογκρέσου, όπως συνήθως συμβαίνει. Έτσι στα μέσα του 2018, το ΔΝΤ ενέκρινε και χορήγησε στην Αργεντινή 44 δις. δολάρια. Ο νέος πρόεδρος Alberto Fernández εκλέχθηκε υποσχόμενος την αναθέρμανση της ζήτησης των αδυνάμων. Κάτι που έχει εντείνει περαιτέρω τη φυγή των κεφαλαίων και έτσι η ύφεση στην Αργεντινή έχει ριζώσει. Χωρίς φυσικά να υπολογίσουμε την παγκόσμια αρνητική επίπτωση (σίγουρα και στην Αργεντινή) του Κορωναιού.
Πώς να επιστρέψεις όμως τόσα δανεικά, χωρίς να αιμορραγήσει ακόμα πιο πολύ ο λαός σου ; Το οικονομικό σχέδιο του Alberto Fernández, του οποίου τα περιγράμματα παραμένουν εν μέρει ασαφή, δεν προβλέπει δραστική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Εξαντλείται στην τόνωση της ζήτησης. Η ενδυνάμωση όμως της αγοραστικής δύναμης στην Αργεντινή είναι το αντίθετο από τα μέτρα λιτότητας που υποστηρίζουν το ΔΝΤ και οι αγορές.
Χρειάζεται χρόνος για να ανακάμψει η χώρα και να αρχίσει να αποπληρώνει τα χρέη της. Μάλιστα η αντιπρόεδρος Cristina Kirchner (και πρώην πρόεδρος της χώρας από το 2007 έως το 2015) μίλησε για την ανάγκη διενέργειας ενός ελέγχου αυτού του χρέους (κάτι που μας θυμίζει τη ρήση «επονείδιστο χρέος» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ) προκειμένου να ελαφρυνθεί το κεφάλαιό του. Κάτι μη αποδεκτό καταρχήν από το καταστατικό του ΔΝΤ. Έχει ήδη απορρίφθηκε από την Kristalina Georgieva, διευθύντριας του Ταμείου.
Μια πολύ δύσκολη εξίσωση.
Συμπερασματικά
Εμείς, ως Ελλάδα, είμαστε στο αραξοβόλι του ευρώ. Δεν βγήκαμε τελικά ευτυχώς από αυτό. Δεν έχουμε προβλήματα ισοτιμίας του νομίσματός μας, όπως έχει η Αργεντινή και ρυθμίσαμε τις δόσεις αποπληρωμής του χρέους μας βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Γιατί τελικά ακολουθήσαμε τον δρόμο της σύνεσης που κάποιοι συνελληνες αποκαλούν της «χρεο-δουλοπαροικίας». Μας δάνεισαν οι εταίροι μας ως κράτη, το ΔΝΤ (του οποίου τις δόσεις προεξοφλούμε) και μας δανείζουν πλέον φτηνά και οι διεθνείς χρηματαγορές. Δεν έχουμε προβλήματα εκθετικού πληθωρισμού, όπως έχει σήμερα η Αργεντινή, που κατατρώγει το διαθέσιμο εισόδημα των λαϊκών τάξεων. Έχουμε ακόμα υψηλή ανεργία, υψηλότερη της Αργεντινής, γιατί δεν έχουμε ακόμα πάνω από 4% οικονομική ανάπτυξη. Κι αυτό είναι το στοίχημα που οφείλει να κερδίσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Δεν αρκεί να λέει ότι είναι υπέρ των επενδύσεων και της επιχειρηματικότητας, σε αντίθεση με τον Αλέξη Τσίπρα και τους λοιπούς κρατιστές αντιπάλους του. Διαφορετικά κινδυνεύει να έχει, σε 3,5 χρόνια, την τύχη του φιλελεύθερου Mauricio Macri. Αν δεν κατορθώσει να βάλει την Ελλάδα στον χάρτη των ελκυστικών επενδυτικά χωρών, η αποτυχία θα είναι δεδομένη, κι ας έχει τη συνδρομή των εταίρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Βροχή ξένων επενδυτών» απεδείχθη στην Αργεντινή ότι δεν υπήρξε. Οι δυνητικοί επενδυτές παρακολουθούν και ζυγίζουν τις ασκούμενες πολιτικές, πριν επενδύσουν. Δεν αρκούνται στις «κεντροδεξιές διακηρύξεις».
Ας μην γίνουμε λοιπόν Αργεντινή.