του Robert Fisk*
Τα έχω αρκετά με τον αμερικανικό νόμο περί κατασκοπείας. Εκτός αυτού, από καιρό τα έχω και με το έπος Τζούλιαν Ασάντζε και Τσέλσι Μάνινγκ. Κανείς δεν θέλει να μιλήσει γι ‘αυτούς γιατί κανείς δεν φαίνεται να τους πολυσυμπαθεί – ακόμα και αυτοί που έχουν επωφεληθεί από τις αποκαλύψεις τους στο δημοσιογραφικό έργο τους.
Από την αρχή, ανησυχώ για το φαινόμενο Wikileaks, όχι για τις βάρβαρες δυτικές κυβερνήσεις των οποίων οι δραστηριότητες αποκαλύφθηκαν με συγκλονιστικές λεπτομέρειες (ειδικά στη Μέση Ανατολή) αλλά με την πρακτική της δημοσιογραφίας. Όταν εμείς οι άλλοι, οι γραφείς, αξιοποιήσαμε αυτή τη σούπα Wikileaks, η ψυχή μας χάρηκε και μουτζουρώσαμε τους τοίχους του ρεπορτάζ με τις κραυγές φρίκης μας. Και ξεχάσαμε ότι πραγματική ερευνητική δημοσιογραφία είναι η αδιάλειπτη αναζήτηση της αλήθειας με τη διασταύρωση των πηγών μας, και όχι να ανακατεύω ένα μπωλ μυστικών μπροστά στους αναγνώστες, μυστικών που ο Aσάντζε και Σία, μάλλον παρά εμείς, επέλεξαν να δημοσιοποιήσουν.
Θυμάμαι ότι αναρωτιόμουν πριν από περίπου 10 χρόνια: πώς είναι δυνατόν να διαβάζουμε τόσες αδιακρισίες για Άραβες ή Αμερικανούς, αλλά τόσο λίγες για Ισραηλινούς; Ποιος ετοιμάζει αυτή τη σούπα που πρέπει να φάμε; Ποιο συστατικό έχει ξεχαστεί στη συνταγή;
Αλλά οι τελευταίες μέρες με έχουν πείσει ότι υπάρχει κάτι πολύ πιο προφανές σχετικά με τη φυλάκιση του Aσάντζε και την επαναφυλάκιση της Mάνινγκ. Και αυτό δεν έχει καμία σχέση με την προδοσία, τη δολιότητα ή την υποτιθέμενη καταστροφική ζημιά της ασφάλειάς μας.
Στην Washington Post αυτής της εβδομάδας, ο Mαρκ Tάισεν, πρώην συντάκτης ομιλιών του Λευκού Οίκου, παρουσίασε τα βασανιστήρια της CIA ως “νομικά και ηθικά σωστά” και μας είπε ότι ο Aσάντζε “δεν είναι δημοσιογράφος. Είναι κατάσκοπος. […] Εκανε κατασκοπεία κατά των ΗΠΑ. Και δεν έχει καμία τύψη για τη ζημιά που προκάλεσε.’’ Ξεχάστε λοιπόν την τρέλα του Tραμπ που έχει ήδη μετατρέψει τα βασανιστήρια και τις μυστικές σχέσεις με τους εχθρούς της Αμερικής σε χόμπι.
Όχι, δεν νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με τη χρήση του νόμου περί κατασκοπείας, όσο σοβαρό και αν είναι για τους συμβατικούς δημοσιογράφους ή “αναγνωρισμένους οργανισμούς τύπου“, όπως μας καλεί ο Tάισεν ατυχώς. Αυτό δεν έχει επίσης καμία σχέση με τους κινδύνους που δημιουργούν αυτές οι αποκαλύψεις στους τοπικά στρατολογημένους πράκτορες στη Μέση Ανατολή. Θυμάμαι πολύ καλά πόσο συχνά οι Ιρακινοί διερμηνείς των αμερικανικών δυνάμεων μας έλεγαν πώς είχαν παρακαλέσει για βίζα για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους όταν απειλήθηκαν στο Ιράκ και πως οι περισσότεροι από αυτούς στάλθηκαν στον αγύριστο. Και μείς οι Βρετανοί αντιμετωπίσαμε τους Ιρακινούς μεταφραστές μας με την ίδια αδιαφορία.
Ας ξεχάσουμε για μια στιγμή τη σφαγή των αμάχων, τη θανατηφόρα σκληρότητα των Αμερικανών μισθοφόρων (μερικοί από αυτούς εμπλέκονται στην εμπορία παιδιών), τη δολοφονία του προσωπικού του Reuters από τις δυνάμεις των ΗΠΑ στη Βαγδάτη, το στρατό των αθώων κρατούμενων στο Γκουαντάναμο, τα βασανιστήρια, τα επίσημα ψεύδη, τα ψεύτικα θύματα, τα ψεύδη της πρεσβείας, την εκπαίδευση Αιγυπτίων βασανιστών από τους Αμερικανούς και όλα τα άλλα εγκλήματα που αποκαλύφθηκαν από την έρευνα του Aσάντζε και της Mάνινγκ.
Ας υποθέσουμε ότι αυτό που αποκάλυψαν ήταν μάλλον καλό παρά κακό, ότι τα διπλωματικά και στρατιωτικά έγγραφα έδωσαν το λαμπερό παράδειγμα μιας μεγάλης χώρας με ηθικές ενέργειες και απέδειξαν τα πολύ ευγενή και πολύ φωτεινά ιδανικά με τα οποία η γη των ελεύθερων ανδρών συνδέεται πάντα. Ας φανταστούμε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ πρόσφεραν μόνιμα τη ζωή τους για να προστατεύσουν τους πολίτες, να καταδικάσουν τα βασανιστήρια των συμμάχων τους και να μεταχειριστούν τους κρατούμενους του Αμπού Γκράιμπ (πολλοί από αυτούς εντελώς αθώοι). χωρίς σεξουαλική σκληρότητα αλλά με σεβασμό και καλοσύνη· ότι συνέτριψαν τη δύναμη των μισθοφόρων και τους έστειλαν αλυσοδεμένους στις αμερικανικές φυλακές· ότι αναγνώρισαν, ζητώντας μάλιστα συγνώμη, τα νεκροταφεία ανδρών, γυναικών και παιδιών που είχαν στείλει στον τάφο πρόωρα.
Ακόμη καλύτερα, ας φανταστούμε για μια στιγμή πώς θα αντιδρούσαμε στην αποκάλυψη ότι οι Αμερικανοί δεν είχαν σκοτώσει αυτές τις δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, δεν είχαν βασανίσει ποτέ κανέναν, ότι οι φυλακισμένοι στο Γκουαντάναμο, όλοι αυτοί, ήταν σαδιστές μαζικοί δολοφόνοι, άνανδροι, ξενοφοβικοί και ρατσιστές, ότι η απόδειξη των εγκλημάτων τους κατά της ανθρωπότητας έχει αποδειχθεί στα πιο σοβαρά δικαστήρια της χώρας. Ας φανταστούμε ακόμα για λίγο ότι το πλήρωμα των αμερικανικών ελικοπτέρων που πυροβόλησε 12 πολίτες σε έναν δρόμο στη Βαγδάτη δεν τους “έπιασε” να κατέχουν όπλα. Ας φανταστούμε ότι η φωνή στον πομπό του ελικοπτέρου φώναξε: “Περιμένετε, νομίζω ότι αυτοί οι τύποι εκεί είναι πολίτες – και αυτό το πιστόλι μπορεί να είναι απλώς μια κάμερα τηλεόρασης. Μην πυροβολείτε! ”
Όπως όλοι γνωρίζουμε, όλα αυτά είναι φαντασίες. Γιατί αυτό που παρουσιάζουν αυτά τα εκατοντάδες χιλιάδες έγγραφα είναι η ντροπή της Αμερικής, των πολιτικών της, των στρατιωτών της, των βασανιστών της, των διπλωματών της. Υπήρχε ακόμη και ένα στοιχείο φάρσας που, υποψιάζομαι, εξόργισε τους Tάισεν αυτού του κόσμου πολύ περισσότερο από τις πιο τρομερές αποκαλύψεις. Θα θυμάμαι πάντοτε την οργή που εξέφρασε η Χίλαρι Κλίντον όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε στείλει τους λακέδες της να κατασκοπεύσουν τα Ηνωμένα Έθνη· οι δούλοι της του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ήταν επιφορτισμένοι με τη μελέτη των λεπτομερειών κρυπτογράφησης των αντιπροσώπων, των συναλλαγών μέσω πιστωτικών καρτών και ακόμη και των καρτών πίστης. Αλλά ποιος στη γη θα ήθελε να χάσει χρόνο να μελετήσει τις ανοησίες του απελπιστικά ανίκανου προσωπικού του ΟΗΕ; Και, παρεμπιπτόντως, ποιος στη CIA έχασε το χρόνο του να ακούει τις ιδιωτικές τηλεφωνικές συνομιλίες της Aνγκελα Mέρκελ με τον Μπαν Κι Μουν;
Ένα από τα τηλεγραφήματα που αποκάλυψε ο Aσάντζε αφορά στην ιρανική επανάσταση του 1979 και παρουσιάζει μια εκτίμηση του Μπρους Λάνγκεν ότι «η περσική ψυχή έχει έναν πρωτόγνωρο εγωισμό». Ενδιαφέρον. Αλλά οι Ιρανοί σπουδαστές αποκατέστησαν προσεκτικά όλα τα σχισμένα έγγραφα της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη μετά το 1979 και είχαν ήδη δημοσιεύσει το κείμενο του Λάνγκεν δεκαετίες πριν μας το δώσει το Wikileaks. Η Χίλαρι [Κλίντον] κατήγγειλε τα πρώτα 250.000 έγγραφα ως “επίθεση κατά της διεθνούς κοινότητας“, χαρακτηρίζοντας τις εφημερίδες που δημοσιεύουν τα “εικαζόμενα έγγραφα” φάρσα. Αυτός ο σωρός ήταν τόσο μεγάλος που λίγοι μπορούσαν να διακρίνουν τι ήταν καινούργιο και παλιό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι New York Times ανέφεραν τη ρήση του Λάνγκε ως μια εξαιρετική αποκλειστικότητα.
Κάποιο από το περιεχόμενο δεν ήταν τόσο προφανές πριν: η υποψία ότι η Συρία είχε επιτρέψει στους αντιαμερικανούς αντάρτες να διασχίσουν το έδαφός της από τον Λίβανο, παράδειγμα, είχε βάση. Αλλά η “απόδειξη” για την παραγωγή ιρανικών βομβών στο νότιο Ιράκ ήταν πολύ πιο αμφίβολη. Αυτό το αφήγημα επινοήθηκε και πέρασε στους New York Times από τους αξιωματούχους του Πενταγώνου τον Φεβρουάριο του 2007 και στη συνέχεια επαναλήφθηκε τα τελευταία χρόνια, αλλά αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό παράλογο: ο ιρανικός στρατιωτικός εξοπλισμός ήταν διαθέσιμος παντού στο Ιράκ από τον πόλεμο Ιράν-Ιράκ από το 1980-1988 και οι περισσότεροι κατασκευαστές βομβών που τον χρησιμοποίησαν ήταν σουνίτες ιρακινοί μουσουλμάνοι.
Αλλά αυτές είναι ανοησίες σε χαρτί. Τέτοια ανοησία είναι ασήμαντη σε σύγκριση με τις τερατώδεις αποκαλύψεις για την αμερικανική ωμότητα: τη διήγηση, παράδειγμα, για το πώς τα αμερικανικά στρατεύματα σκότωσαν περίπου 700 πολίτες που πλησίασαν πολύ κοντά σε σημεία ελέγχου τους, ανάμεσά τους έγκυες γυναίκες και ψυχικά ασθενείς. Και η εντολή που δόθηκε στις δυνάμεις των ΗΠΑ (ξέρετε, ότι ένα μέρος της ιστορίας παραδόθηκε από την Τσέλσι Mάνινγκ) να μην ερευνήσουν όταν οι συμμαχικές ιρακινές δυνάμεις μαστίγωναν κρατουμένους με χοντρά καλώδια, τους κρεμούσαν από άγκιστρα στην οροφή, τους τρυπούσαν τις γάμπες με ηλεκτρικά τρυπάνια και τους απειλούσαν σεξουαλικά. Μια μυστική αμερικανική έρευνα (σημαντικά υποτιμημένη), αριθμεί 109.000 θανάτους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν. 66.081 από αυτούς ταξινομήθηκαν επισήμως ως μη πολεμιστές. Αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η αμερικανική αντίδραση στους θανάτους 66.000 Αμερικανών πολιτών, 20 φορές περισσότερους από τους θανάτους της 11ης Σεπτεμβρίου;
Τίποτα από αυτά, φυσικά, υποτίθεται ότι δεν ήταν δημόσια, και μαντεύετε γιατί. Τα χειρότερα από αυτά τα έγγραφα ήταν μυστικά, όχι επειδή μπήκαν τυχαία σε ένα αρχείο της στρατιωτικής διοίκησης με την ένδειξη «εμπιστευτικό» ή «μόνο για σας», αλλά επειδή αντιπροσώπευαν το συστηματικό καμουφλάζ κρατικών εγκλημάτων μεγάλης κλίμακας.
Οι υπεύθυνοι αυτών των θηριωδιών θα έπρεπε τώρα να δικάζονται, να έχουν διωχθεί από τις υπηρεσίες όπου κρύβονται και να έχουν φυλακιστεί για τα εγκλήματά τους κατά της ανθρωπότητας. Αλλά όχι, θα τιμωρήσουμε τους δημοσιογράφους, όσο και εμπαθή αν είναι τα κίνητρά τους.
Φυσικά, εμείς οι άλλοι δημοσιογράφοι, οι άνθρωποι των “αναγνωρισμένων οργανώσεων Τύπου”, μπορούμε να ανησυχούμε για τις συνέπειες όλων αυτών στο επάγγελμά μας. Αλλά είναι καλύτερα να αναζητούμε άλλες αλήθειες, εξίσου επικίνδυνες για τις αρχές. Γιατί να μην αποκαλύψουμε, παράδειγμα, αυτό που ο Mάικ Πομπέο είπε στον Moχάμεντ μπιν Σαλμάν ιδιωτικά; Ποιες τοξικές υποσχέσεις έδωσε ο Ντόναλντ Τραμπ στον Νετανιάχου; Ποιες σχέσεις εξακολουθούν να διατηρούν μυστικά οι Ηνωμένες Πολιτείες με το Ιράν, γιατί διατηρούν ακόμη και σημαντικές επαφές (άτυπα, σιωπηλά και μυστικά) με στοιχεία του συριακού καθεστώτος;
Γιατί να περιμένουμε δέκα χρόνια για να εμφανιστεί ο επόμενος Aσάντζε με ένα άλλο ημι-ρυμουλκούμενο κρατικών μυστικών;
Αλλά το συνηθισμένο κόκκινο φως, δηλαδή αυτό που βρίσκουμε μπροστά μας όταν ασκούμε την παλιά καλή ερευνητική δημοσιογραφία, της εκμυστήρευσης των «βαθιών Λαρυγγιών» ή των επαφών εμπιστοσύνης, θα αποκαλύψει (εάν κάνουμε την δουλειά μας) την άθλια εξαπάτηση των αφεντικών μας, αυτή που οδήγησε στην κραυγή μίσους εναντίον του Aσάντζε και της Mάνινγκ και επίσης εναντίον του Eντουαρντ Σνόουντεν: δεν θα κατηγορηθούμε γιατί η δίωξη αυτών των τριών θεμελίωσε ένα διακινδευόμενο νομικό προηγούμενο. Αλλά θα διωχθούμε για τους ίδιους λόγους: διότι αυτό που θα κοινολογήσουμε αποδεικνύει χωρίς πιθανή αναίρεση ότι οι κυβερνήσεις μας και αυτές των συμμάχων μας διαπράττουν εγκλήματα πολέμου. Και οι δράστες αυτών των αδικιών θα προσπαθήσουν να μας κάνουν να πληρώσουμε για μια τέτοια αδιακρισία με μια ζωή πίσω από τα σίδερα.
Στην ουσία πρόκειται για τη ντροπή και το φόβο των αρχών όταν υποχρεούνται να δίνουν λογαριασμό για τα πεπραγμένα στον τομέα της «ασφάλειας» και όχι για την παραβίαση του νόμου από τους ανησυχούντες.
*Ο Ρόμπερτ Φισκ (γεν. 1946) είναι πολυβραβευμένος Βρετανός δημοσιογράφος της Independent. Πιστεύω του «η δημοσιογραφία πρέπει να αμφισβητεί την εξουσία, ειδικά όταν οι κυβερνήσεις και οι πολιτικοί επιλέγουν τον πόλεμο».
Robert Fisk − 31 Μαΐου 2019 − The Independant
Μετάφραση: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος