Του ΑλκηΚαλλιαντζίδη, Οικονομολόγου, [email protected] www.kalkis.eu
Στις αστικές δημοκρατίες, σαν τη δική μας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εν όψει εκλογών, σαν τις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου 2019, τα διαγκωνιζόμενα πολιτικά κόμματα ανεξαρτήτως της απόχρωσής τους, εμφανίζονται συνηθέστατα ως υπερασπιστές των αδύναμων κοινωνικών τάξεων, όπως και της ασαφούς «μεσαίας τάξης», που έχουν πληγεί εισοδηματικά και φορολογικά από τις ασκηθείσες επί χρόνια πολιτικές λιτότητας. Σήμερα, πέρα από αυτούς που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, η αποκαλούμενη «μεσαία τάξη» αποτελεί το πεδίο πολιτικής πλειοδοσίας. Γιατί ; Γιατί οι ψηφοφόροι της είναι οι πολυπληθέστεροι και θα μπορούσαν να καθορίσουν ένα εκλογικό αποτέλεσμα, εν προκειμένω των επικείμενων ευρωεκλογών.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Να δούμε δηλαδή τι ορίζεται ως «μεσαία τάξη» και ποιοι συμμετέχουν σε αυτήν στην γαλλική πραγματικότητα για την οποία διαθέτουμε τα παρακάτω στοιχεία και τις σχετικές προσεγγίσεις ;
Ποια είναι η ασαφής έννοια της «μεσαίας τάξης» ;
Ο ακριβής ορισμός της «μεσαίας τάξης» είναι ένα εξαιρετικά περίπλοκο ζήτημα.
Η έννοια της «μεσαίας τάξης» χρονολογείται από την «Ένδοξη Τριακονταετία» (1946-1975) και αντιστοιχεί στην ανάδυση μεταπολεμικώς, μεταξύ των κατώτερων τάξεων και των πλουσιότερων, μιας κατηγορίας του πληθυσμού, που δεν ήταν ούτε πλούσια ούτε φτωχή. Αυτό αναφέρουν στο άρθρο τους οι Delphine Roucaute και Samuel Laurent που δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Le Monde στις 7 Σεπτεμβρίου 2016. Μάλιστα για την «ένδοξη τριακονταετία» εξέδωσε το 1979 σχετικό βιβλίο ο Jean Fourastié που αναφέρεται στην περίοδο της έντονης οικονομικής ανάπτυξης και βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης που έζησε η μεγάλη πλειοψηφία των ανεπτυγμένων χωρών από το 1946 έως το 1975. Ήταν μια υπενθύμιση από μέρους του Jean Fourastié αυτών των Τριάντα ένδοξων χρόνων.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 (σε αντίθεση με το πόσο εκθετικά βελτιώθηκε επί Ανδρέα Παπανδρέου η εισοδηματική κατάσταση των περισσότερων Ελλήνων, εξ ου και η παντοκρατορία τότε του ΠΑΣΟΚ), αυτή η «μεσαία τάξη» αρχίζει να ζει την κατιούσα. Τόσο η γαλλική Δεξιά όσο και η Αριστερά καταγγέλλουν τον στραγγαλισμό της από τη φορολογία και από το γεγονός ότι δεν καρπώνεται πια κοινωνικές παροχές κι ας είναι η Γαλλία το πλέον αναδιανεμητικό κράτος στον κόσμο ! Καταγγέλλουν επίσης την φτωχοποίηση και τον κίνδυνο να δούμε σταδιακά τη γαλλική μεσαία τάξη να γύρει προς τη φτώχεια, σε αντίστιξη με αυτό που έγινε ήδη βίαια στην Ελλάδα από το 2010 μέχρι και σήμερα. Αλλά ελάχιστοι αφιερώνουν το χρόνο να υπενθυμίσουν ποια είναι τα όρια που ορίζουν την «μεσαία τάξη». Υπάρχουν βέβαια διάφοροι ορισμοί αυτής της έννοιας: ανάλογα με τις κοινωνικο-επαγγελματικές κατηγορίες ή ανάλογα με τις διαφορές εισοδήματος. Ορισμένοι την υπολογίζουν ότι κυμαίνεται από το 70% έως το 150% του μέσου εισοδήματος, της Γαλλίας για παράδειγμα. Ένας ορισμός επί της ουσίας ασαφής.
Το ύψος του μισθού
Ο πρώτος τρόπος προσέγγισης της πραγματικότητας της «μεσαίας τάξης» είναι ασφαλώς το ύψος του μισθού ή της σύνταξης των ατόμων. Αλλά και πάλι είναι μερική αυτή η προσέγγιση, δεδομένου ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη παράλληλα πολλές άλλες συμπληρωματικές παράμετροι, όπως π.χ. :
@ η αποδίδουσα ή μη περιουσία του ατόμου (όλοι γνωρίζουμε ότι πολλοί έλληνες εκχωρούν σήμερα την περιουσία τους στην εφορία γιατί, ενώ αυτή δεν τους αποδίδει τίποτα, υποχρεούνται να πληρώνουν για αυτήν υψηλό ΕΝΦΙΑ),
@ η σύνθεση του νοικοκυριού (έχει παιδιά και πόσα ή δεν έχει παιδιά),
@ ο τόπος κατοικίας (είναι κοντά στη δουλειά του ή του στοιχίζει ακριβά να πηγαινοέρχεται σε αυτήν το άτομο καταβάλλοντας διόδια, καύσιμα, φθορές του αυτοκινήτου ή ακριβά εισιτήρια ), κλπ.
Το 50% των γαλλικών μισθών κυμαινόταν μεταξύ 1.560 και 2.569 ευρώ καθαρά μηνιαίως το 2011
Μπορεί κανείς να έχει μια πρώτη προσέγγιση αρκετά ευανάγνωστη για το ποια είναι η «μεσαία τάξη», ξεκινώντας από το αξίωμα, που λαμβάνεται υπόψη από μερικές μελέτες, όπως αυτές του γαλλικού Παρατηρητηρίου των ανισοτήτων, ότι η μεσαία τάξη αντιπροσωπεύει το ήμισυ του πληθυσμού που δεν είναι ούτε στο φτωχότερο 30% ούτε στο πλουσιότερο 20% των Γάλλων. Ιδού τι σήμαινε αυτό από την άποψη των καθαρών μισθών για το 2011, που υπήρχαν τότε τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Και πάλι όμως, ο υπολογισμός είναι μερικός, δεδομένου ότι δεν περιλάμβανε τα άλλα πιθανά έσοδα. Παρά ταύτα, έδινε μια σαφή εικόνα: το 30% του γαλλικού πληθυσμού έβγαζε λιγότερα από 1.560 ευρώ καθαρά το μήνα. Και το 80% λιγότερα από 2.569 ευρώ το μήνα. Αυτά τα δύο μισθολογικά όρια τοποθετούσαν έτσι τη «μεσαία τάξη» με μισθολογικούς όρους. Για άλλη μια φορά όμως, είμαστε εδώ σε μια πολύ μερική προσέγγιση της μεσαίας τάξης, καθώς υπάρχουν κι άλλες σημαντικές μεταβλητές. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να τελειοποιήσουμε την έννοια της «μεσαίας τάξης».
Οι μισθοί και το «βιοτικό επίπεδο» των ατόμων
Η γαλλική Στατιστική Υπηρεσία INSEE, από την πλευρά της, δεν αρκείται μόνο στο εισόδημα του ατόμου, αλλά εξετάζει και το «βιοτικό επίπεδό» του. Το οποίο το υπολογίζει ως εξής :
- Προσδιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα ενός νοικοκυριού, δηλαδή το σύνολο των εσόδων του (από οικονομική δραστηριότητα, περιουσία, κοινωνικά βοηθήματα), μείον τους άμεσους φόρους (για το εισόδημα, τον γαλλικό ΕΝΦΙΑ, την περιουσία, τις εισφορές υπέρ αδυνάτων)
- Το συσχετίζει με τον αριθμό των μονάδων κατανάλωσης (την αγοραστική δύναμη δηλαδή) : σε ένα νοικοκυριό, υπάρχει μια μονάδα κατανάλωσης για τον πρώτο ενήλικα, 0,5 για όλα τα άλλα μέλη ηλικίας 14 ετών και άνω και 0,3 για τα παιδιά στο νοικοκυριό κάτω των 14 ετών.
Αυτός ο υπολογισμός μας επιτρέπει να είμαστε πιο ακριβείς. Έχει όμως το μειονέκτημα ότι δεν είναι από τους πιο ευανάγνωστους. Βοηθάει δυσκολότερα να υπολογίσουν οι Γάλλοι σε ποια κοινωνική ομάδα του πληθυσμού βρίσκονται.
Μια «υπέρ μεσαία τάξη» ;
Οι Γάλλοι οικονομολόγοι Eric Maurin και Dominique Goux, έγραψαν το 2012 το βιβλίο «Οι Νέες Μεσαίες Τάξεις» (Les Nouvelles Classes moyennes ) (εκδόσεις Seuil). Στο οποίο δίνουν έναν άλλο ορισμό της «μεσαίας τάξης». Για αυτούς, η Γαλλία σήμερα θα έβλεπε την ανάδυση μιας «υπερ-μεσαίας τάξης», που βρίσκεται στο σταυροδρόμι της μπουρζουαζίας και του προλεταριάτου, ένα είδος υποχρεωτικής μετάβασης προς την κοινωνική ανάδυση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δίνουν έναν ευρύ ορισμό της μεσαίας τάξης, ο οποίος θα περιλαμβάνει περίπου το 60% του πληθυσμού του ικανού για εργασία. Οι συγγραφείς κατεδαφίζουν πάνω από όλα το μύθο μιας γενικής υποβάθμισης της μεσαίας τάξης. Οι «υποβαθμισμένοι», ισχυρίζονται, αντιπροσωπεύουν περίπου το 13,5% αυτής της ομάδας, έναντι του 46,5 % των προαχθέντων εργαζομένων και υπαλλήλων. Συνολικά, η μεσαία τάξη συγκεντρώνει όλο και περισσότερους στις τάξεις της από τη δεκαετία του 1980. Ειδικότερα, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι ο αριθμός των ανθρώπων κοντά στο μέσο εισόδημα αυξάνεται, μαζί με την αίσθηση ότι αυτοί οι Γάλλοι ανήκουν σε μια μεσαία τάξη της οποίας τα όρια παραμένουν παρά ταύτα ασαφή.
Το «40% του μέσου» ;
Υπάρχουν κι άλλες κατατάξεις της μεσαίας τάξης, σαν αυτήν που επεξεργάστηκαν η Camille Landais, ο Thomas Piketty και ο Emmanuel Saez στο κοινό τους βιβλίο «Για μια φορολογική επανάσταση» (Pour une révolution fiscale) (εκδόσεις Le Seuil, Ιανουάριος 2011). Σύμφωνα με τους εν λόγω οικονομολόγους που βασίστηκαν στην κατανομή του εισοδήματος του 2010 στη Γαλλία, η «μεσαία τάξη» αντιπροσώπευε 20 εκατομμύρια ανθρώπους που κέρδιζαν ένα μηνιαίο ακαθάριστο εισόδημα 3.000 ευρώ κατά μέσο όρο και 35.000 ευρώ ετησίως. Οι συγγραφείς καθιστούν σαφές ότι η αποτίμηση της κατανομής των μόνιμων εισοδημάτων βασίζεται στη κατανομή μεταξύ του γαλλικού πληθυσμού ηλικίας 18 έως 65 ετών που εργάζονται με πλήρη απασχόληση, τουλάχιστον κατά το 80%. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, οι εργατικές τάξεις αντιπροσώπευαν το 50% των φτωχότερων που κέρδιζαν κατά μέσο όρο 1.500 ευρώ το μήνα. Δηλαδή 25 εκατομμύρια άτομα. Οι εύπορες τάξεις, τελικά, ήταν το 2010 το 10% των ευπορότερων (5 εκατομμύρια Γάλλοι) που κέρδιζαν κατά μέσο όρο 8.600 ευρώ το μήνα. Να σημειώσουμε ότι οι συγγραφείς διαχωρίζουν καλά μέσα στην τελευταία κοινωνική ομάδα, τις «εύπορες μεσαίες τάξεις» ή 4,5 εκατομμυρίων ανθρώπων, από τις «πολύ πλούσιες τάξεις» ή 0,5 εκατομμύρια άτομα.
Η «μεσαία τάξη» κατά τον Laurent Wauquiez στην αντιπολίτευση
Ο Laurent Wauquiez, αρχηγός του δεξιού αντιπολιτευόμενου κόμματος «Républicains» δήλωσε σχετικά στο κανάλι Europe 1, στις 26 Απριλίου 2019 εν όψει των ευρωεκλογών : «με μισθούς 6.000 ευρώ, ένα ζευγάρι – με ή χωρίς παιδιά, δεν το διευκρίνισε – τοποθετείται στη μεσαία τάξη στη Γαλλία», σύμφωνα με το δημοσίευμα της δημοσιογράφου Assma Maad στον ηλεκτρονικό Le Monde την ίδια ημερομηνία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η γαλλική Στατιστική Υπηρεσία (INSEE) για το 2016, το Παρατηρητήριο εκτιμά ότι «το μηνιαίο βιοτικό επίπεδο των μεσαίων τάξεων κυμαινόταν τότε μεταξύ 1.265 και 2.275 ευρώ μηνιαίως το άτομο, μεταξύ 2.468 και 4.423 ευρώ. ευρώ για ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά και μεταξύ 3 302 και 5 743 ευρώ για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά». Οι κατηγορίες των ατόμων που κερδίζουν πάνω από αυτά τα εισοδηματικά όρια θεωρούνταν τότε ως εύπορες. Και σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, το υποθετικό ζευγάρι που δόθηκε ως παράδειγμα από τον Wauquiez θα ήταν ακριβώς πάνω από την μεσαία τάξη, αν είχε τουλάχιστον δύο παιδιά. Ενώ θα ήταν από τους ευπορότερους εάν ήταν άτεκνο.
Αλλά η μεθοδολογία του παραπάνω Παρατηρητηρίου είναι αμφισβητήσιμη. Βασίζεται στα εισοδήματα, μετά από την αφαίρεση των φόρων και των κοινωνικών παροχών, και όχι μόνο στους μισθούς. Επιπλέον, δεν λαμβάνει υπόψη της ούτε την περιουσία ούτε το κόστος στέγασης ή το κόστος μετακίνησης που διαφέρουν ανάλογα με τον τόπο διαβίωσης των ατόμων.
Πάντως οι Γάλλοι, εν όψει των ευρωεκλογών, όταν ερωτήθηκαν πρόσφατα ποια θα πρέπει να είναι η οικονομική προτεραιότητα των ευρωπαίων ηγετών για τα επόμενα χρόνια, απάντησαν : «η υπεράσπιση της αγοραστικής δύναμης» (42% των ερωτηθέντων) ή «η καταπολέμηση της ανεργίας» ( 28%), δήλωσε ο Frederic Micheau, διευθυντής μελετών της OpinionWay, η οποία διενήργησε το βαρόμετρο EuroTrack για την εφημερίδα «Les Echos», το Radio classique και Tilder, σύμφωνα με τη δημοσιογράφο Marie Bellan στις 9-5-2019.
Είναι ευεξήγητο λοιπόν γιατί οι Γάλλοι πολιτικοί, κι όχι μόνο, ομνύουν υπέρ της πολυπληθέστερης «μεσαίας τάξης» και των δυο κυριότερων αιτημάτων της : καλή δουλειά με υψηλό διαθέσιμο εισόδημα τα οποία δεν είναι πια δεδομένα, όπως στην περίοδο 1946-1975.